
Μες στον κρατήρα του ανυπότακτου χειμώνα
περιπλανιέσαι σα νιφάδα λαμπηδόνα.
Ο χρόνος γνέφει όπως φάρος στο μουράγιο:
ανάβει, σβήνει, όσο εσύ κάνεις κουράγιο.
Κάθε λογής πλέουν τριγύρω σου σκαριά
κι όσο αντιμάχεται το φως με τη σκουριά,
τη ρότα εσύ





Χτες ήταν η μέρα της ομίχλης. Έζωσε το χωριό, άναψε τα τζάκια μέσα στην καρδιά του Αυγούστου, ύγρανε μάτια, δάχτυλα, σακάκια, στοχασμούς. Έκανε αφρόλουτρο ο Θεός με καυτό νερό κι οι ατμοί αγκάλιασαν τις κορυφογραμμές, τα διάσελα, τις ορδές των 


Επιστροφή