Λαμπηδόνα

  

Μες στον κρατήρα του ανυπότακτου χειμώνα
περιπλανιέσαι σα νιφάδα λαμπηδόνα.
Ο χρόνος γνέφει όπως φάρος στο μουράγιο:
ανάβει, σβήνει, όσο εσύ κάνεις κουράγιο.

Κάθε λογής πλέουν τριγύρω σου σκαριά
κι όσο αντιμάχεται το φως με τη σκουριά,
τη ρότα εσύ την πιο σωστή αναζητάς,
που θα σε φτάσει όπου ορέγεσαι να πας.

Νερά, βουνά, έρημοι, δάση, πεδιάδες,
με Νηρηίδες, με Πυθίες κι Αμαδρυάδες,
παίζουν ατέλειωτα, ακατάληπτα πρελούδια
πρίμο σεκόντο με θηρία και μ’ αγγελούδια.

Μα εσύ νιφάδα, λαμπηδόνα μου, ψυχή μου,
μην ξεπορτίσεις, ακριβή μου, απ’ τη ζωή μου.
Μόνο μαζί σου ανασταίνομαι στο τέλος.
Εσύ αντιστρέφεις και του Χάροντα το βέλος.

Μείνε εντός μου, αγλαόφωτις και λάβρα,
γίνε ασπίδα μου στου κόσμου αυτού τη χάβρα
και μ’ αγιονέρι τις πληγές μου ας καθαρίσουν
οι αναλαμπές σου, για να μην κακοφορμίσουν.