“Η θάλασσα βαθιά αποκοιμισμένη…”

«Κι ήτανε τόσο η θάλασσα βαθιά αποκοιμισμένη,
που ’βλεπες μες στα βάθη της ανάποδα χτισμένη
την όμορφην ακρογιαλιά, τα σπίτια, το ξωκλήσι
τον πύργο τον απάτητο, τη μαρμαρένια βρύση».
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Χρόνους απροσμέτρητους στο νησιωτικό καρτέρι αλήτευα και σίτευα. Περίμενα εκείνη τη σπανιότατη φορά που η θάλασσα θ’ αποκοιμιόταν πάρα πολύ βαθιά. Από αγέννητη είχα πάψει ν’ αναζητώ στην επιφάνεια, στον αφρό, ο,τιδήποτε αληθινά σημαντικό. Καταβύθιζα τα μάτια μου, για να ξαναβρούν την πρωτόπλαστη όρασή τους. Πόντιζα τα χέρια μου, για να ψαύσουν την προϊστορική αφή τους. Κολλούσα τη μπουρού στ’ αυτιά μου, για να τους ψιθυρίσει την μεσαιωνική ακοή τους. Στούμπωνα με ποσειδωνίες τα ρουθούνια μου, για ν’ ανακτήσουν την αναγεννησιακή όσφρησή τους. Έχωνα τα χείλη μου στ’ αλάτι, για να επαναφέρουν την επαναστατική λειτουργία της γεύσης.
Κάποτε η θάλασσα, βαθιά αποκοιμισμένη, βαριανάσαινε. Κι όλα όσα τότε αχνοφαίνονταν στα βάθη της ανάποδα χτισμένα, σε γήτευαν ν’ αναποδογυρίσεις τη ζωή σου κι εσύ. Ένα ανάποδο, μοναχικό νησί.
Κοπάδια άνεμοι αυλάκωναν τα φυλλοκάρδια της βαθιά αποκοιμισμένης θάλασσας. Γειτόνισσες βοτσαλωτές αυλές αντιλαλούσαν τα μαντάτα κι από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ένας μαρμάρινος δικέφαλος αετός παράβγαινε με τα χελιδονόψαρα σε αμμουδένιο ξέφωτο. Τα σπίτια τραμπαλίζονταν σαν καρυδότσουφλα στους φωτερούς αντικατοπτρισμούς. Οι βρύσες, οι στέρνες, τα πηγάδια κι οι νερομάνες της στεριάς έπαιζαν πινακωτή-πινακωτή με τους κυκλώνες και τις νερορουφήχτρες της μπλε απλωταριάς. Δελφίνια, σαλάχια και ζιφιοί κολάτσιζαν με το θαλασσινό τριφύλλι. Κοσμοκαλόγεροι αστερίες εμπορεύονταν το γιούσουρι στις ωκεάνιες εορταγορές. Γοργόνες Αμαζόνες ερωτεύονταν κοτσονάτους χωρικούς και σοβαροί ιππόκαμποι πηγαινόφερναν τα συχαρίκια και τα προξενιά στ’ αλμυροφαγωμένα αρχοντικά. Οι φάροι τραγουδούσαν με τις Σειρήνες αγκαλιά, για να μπατάρουν αύτανδρα τα πειρατικά καράβια στ’ ανοιχτά. Η Αμφιτρίτη ζήλευε παθολογικά την Αφροδίτη. Στα μέσα του καλοκαιριού τη μεταμόρφωνε σε ναυάγιο με αμφορείς γεμάτους λευκαδίτικο κρασί, για να μπορεί ανενόχλητη στη θέση της ν’ αναδυθεί. Στους απάτητους καστρόπυργους λίμναζαν πεφταστέρια, που δίχως κάποια ευχή στη φλογερή παραφορά τους, κείτονταν ξεχασμένα σαν όστρακα αποχωρισμένα.
Είναι αγάπη άπατη η θάλασσα, όταν τόσο βαθιά κοιμάται. Ξυπνάτε.