Λευκάδας γραφές

Δελτίο ταυτότητας

Ένα καράβι έχει ριζώσει στο αυτί μου.

Αδημονεί να καμακώσει την ψυχή μου.

Δεν είσαι μαύρη σημαδούρα, μου σαλπίζει.

Κοντά σου κάθε μελλοθάνατος ελπίζει.

Εγώ σκυφτή ψάχνω κοχύλια στο λαιμό σου.

Εσύ κοιμάσαι και ξυπνάει τ’ όνειρό σου.

Ποιος ξέρει, φως μου, αν ποτέ θα ειδωθούμε.

Ίσως μονοιάσουμε, μπορεί και να χαθούμε.

Μα πάντα τρίτωνες θα έχεις στα μαλλιά σου.

Θα ταξιδεύω μ’ οδηγό την ξαστεριά σου.

Κι όταν θα γράφω αλλοπρόσαλλα στιχάκια,

θα βρίσκεις νότες να τα κάνεις ταξιμάκια.

Έτσι, σαν δέντρο θ’ ανεμίζεται ο κόσμος.

Θα είναι ελιά, θα είν’ αμπέλι, θα ’ναι δυόσμος.

Βαθιά θα πλέουμε με σώματα από τούλι.

Θεοί και δαίμονες ας στήνουν καραούλι.

Δεν θα στραγγίζουν την ανάσα του έρωτά μας.

Εμείς θα γίνουμε φτερά για τα παιδιά μας.

Μη με ρωτάς πως το γνωρίζω, δεν κατέχω.

Εγώ στα μάτια βγάζω λέπια για ν’ αντέχω.

Μα εσύ ν’ αράζεις, γλυκασμέ μου, σ’ οπωρώνες.

Δροσιστικά να καβαντζάρεις τους αιώνες.

Κι όταν ναυτίλων τρυγητής μπαρκάρεις πάλι,

κάνε με πλάι σου απέθαντο κοράλλι.

Στην Εγκλουβή

Στ’ απόκρημνα, στην Εγκλουβή
δεν είσαι εγκλωβισμένος.
Εκεί ανασαίνεις λεύτερα,
σωπαίνεις μαγεμένος.

Σε βαλαντώνουν οι ευωδιές,
αλίσφακες, θυμάρια,
χρυσόξυλα, αγριόβατοι
και τ’ άγια θυμητάρια.

Η θάλασσα για ονείρεμα,
ο βόλτος για κονάκι
κι ο Άη Δονάτος φύλακας
στ’ ωραίο εκκλησάκι.

Αχνίζει η μέρα ολόφωτη,
σκιάδι δεν φοράει
και σαν λιχνίζει τη φακή
κι η δίψα την ξεχνάει.

Στο ξάγναντο των πηγαδιών
νεράιδες σεργιανίζουν
κι οι δράκοι των παραμυθιών
αδίκως φοβερίζουν.

Τ’ αμπέλια μες στις λαγκαδιές
κι οι μέλισσες στο μέλι,
μα το νερό τ’ αθάνατο
ο διαβατάρης θέλει.

Στον πάτο ρίχνει μαστραπά,
γυρίζει το μαγκάνι
και με το Χάρο στοίχημα
ξελησμονεί να βάνει.

Κοντά σου…

Κοντά σου φύονται στα μπράτσα μου φτερά.

Πορίζει ο νους μου, η ψυχή μου κελαηδά.

Κοντά σου σβήνει κάθε πόνος και καημός,

μ’ αντάρτη μοιάζει ο σκυφτός μου εαυτός.

Κοντά σου μάχομαι τον Άδη θαρρετά,

σινιάλα στέλνω σε καράβια αλαργινά.

Κοντά σου λάμπω σαν μπουκιά γαλάζιο φως,

δελφίνι ατίθασο, της θάλασσας αετός.

Κοντά σου όλα τα ανθρώπινα ωχριούν.

Αγέρας γίνονται και πάχνη και σκορπούν.

Κοντά σου θρύλους, συναξάρια ψηλαφώ,

γνωστούς και άγνωστους εχθρούς κατανικώ.

Στα πάτρια τώρα απολυμαίνω την πληγή.

Μαράζι πάντα η ακούσια επιστροφή.

Σε ψάχνω αδιάκοπα σε ό,τι αγαπώ.

Μακριά σου έτσι ίσως όρθια να σταθώ.