Έναν καιρό και μια φορά
την Άνοιξη ζητούσα.
Είχε αργήσει να φανεί
κι εγώ ανησυχούσα.
Πήρα το δρόμο το μακρύ,
κάθε μικρό σοκάκι,
παρέα με μια μέλισσα
κι ένα χρυσομυγάκι.
Την πρώτη μέρα στάθηκα
σ’ ένα ποτάμι πλάι.
-Που είναι η άνοιξη, ρωτώ.
-Νερό είναι και κυλάει!
Την άλλη μέρα ρώτησα
περήφανο πλατάνι.
-Αηδόνι είναι, μου απαντά
και για κλουβί δεν κάνει.
Την τρίτη μέρα βρέθηκα
στου κάμπου την αγκάλη.
-Σέρνει, μου λέει, το χορό,
με λουλουδένιο σάλι.
Μετά η στράτα μ’ έβγαλε
σ’ ακτή με βοτσαλάκια
και μου ’πε ένα αφρόψαρο:
-Παίζει με καβουράκια!
Μ’ ένα καΐκι σάλπαρα
κοντά στους σφουγγαράδες,
μήπως τη βρούμε στο βυθό,
κρυμμένη στις φυκιάδες.
Ενός αετού παρήγγειλα
ψηλά να με σηκώσει,
μήπως τη βρω στα σύννεφα
να έχει βαλαντώσει.
Μέχρι και σ’ ένα ηφαίστειο
βρέθηκα ένα βράδυ:
-Ψάξε, μου είπε, για το Φως,
που σβήνει το σκοτάδι.
Παντού στον κόσμο έψαξα,
ολούθε μπήκα, βγήκα.
Μα μόνο όταν με φίλησες,
πρόβαλλε και τη βρήκα!