Καλοκαίρι

Απ’ όλες σου τις εποχές τρέμω το Καλοκαίρι,
γιατί φαντάζει ανέμελο μα κρύβει ένα μαχαίρι.
Μέχρι να πεις «ανάσανα», σε έχει πυρπολήσει
και μόνο ο αναμάρτητος μπορεί ν’ αυτομολήσει.

Σε περιβόλια και ακτές το παραγάδι ρίχνει.
Σε σημαδεύει στην καρδιά χωρίς ν’ αφήνει ίχνη.
Εσύ νομίζεις πως μεθάς, ποιος είσαι δεν θυμάσαι.
Αλλά η αλήθεια η πικρή είναι πως απατάσαι.

Σαν πεταλούδα αστόχαστη το φως του σε ελκύει,
μα ώσπου να την καλοδείς, η ουτοπία δύει.
Και μένεις στο ακρόπρωρο ν’ αναπολείς το πάθος,
που απ’ τις άλλες εποχές λείπει: μεγάλο λάθος.

Απ’ όλες σου τις εποχές, Χρόνε, το Καλοκαίρι
ποτέ δεν καταδέχτηκε να μου κρατά το χέρι.
Μα δεν ξεσυνερίζομαι τη λιονταρίσια ακμή του.
Πατρίδα μου είναι ο βυθός και ο αφρός δική του.

Ίσως με χρόνους με καιρούς, όταν θα μεγαλώσω,
ν’ αναδυθώ για χάρη του, στο θάμπος του να ενδώσω.
Ως τότε στ’ άπατα νερά, τα κρύσταλλα, τα μαύρα
θα μάχομαι ανέλπιδα την άσβεστή του λαύρα.