Αρλεκίνος

Ξύπνησα ανάμεσα σε αμέτρητους αιχμηρούς σταλακτίτες. Ήταν οι υπερόπτες ρόμβοι του που εξακοντίστηκαν στο μεσουράνημα μιας ακόμη κατάκοπης ανατολής.
Μη με πολιορκείς μ’ αυτά τ’ ανυποψίαστα χρώματα, του είπα. Τα μάτια μου μπορεί να μούδιασαν από την άσβεστη δίψα τους, αλλά ετούτη η εποχή σφυρηλατεί μονάχα αποστήματα.
Άσε με στην αφέγγαρή μου σκοτεινιά να λογαριάζομαι αθόρυβα με το καλέμι και με το κάρβουνο. Άσε με να κονταροχτυπιέμαι με τους βίσωνες και τους Ιαπετούς στις σαρκοβόρες κρύπτες τους. Άσε με.
Μη μου θυμίζεις την υπερπόντια αυτοδυναμία των σκληροτράχηλων ερωτιδέων. Ούτε τα λεπτεπίλεπτα άνθη που εξοκείλουν απρόσμενα στα ίσαλα κάθε αχαρτογράφητης λιμνοθάλασσας.
Μη μου θυμίζεις το βουητό της μέλισσας στα διαδήματα ανυποχώρητων βασιλέων. Ή τη φρουτώδη γεύση του ταξιδιού εκτός συνόρων και χωρίς συντεταγμένες. Άσε με να υποχωρήσω. Άσε με να σιωπώ.
Δεν αντέχει η φτιάξη μου τη δι᾽ ελέου και φόβου αυταπάρνηση μπροστά στα κάτοπτρα της χαμένης τιμής κάθε ιδιωτικότητας. Δεν συναινώ να τους προσπέσω αμαχητί. Δεν θα παίξω Νόμος και Ηθική με φόντο τα ιλουστρασιόν τους περιττώματα. Άσε με να επιστρέψω στη βαθιά μου ρίζα.
Άσε με να καταφύγω στον ανεξερεύνητο πυρήνα μου. Άσε με να λιμοκτονώ για παθιασμένα αντισώματα και τράβα εσύ στις μασκαράτες τους να ξεχαστείς.
Άσε με, σου λέω. Μήπως και καταφέρω να σταθώ μπροστά στην επερχόμενη άνοιξη, χωρίς να την ντραπώ. Κι ολότελα σβησμένη όντας, σαν μια παρακόρη πλάι στην παλιά σοφή μαστόρισσα, απ’ το αρχέγονό της μάγμα ν’ αδράξω φλόγα και να ξαναγεννηθώ.
Πίνακας: Π. Πικάσο, Ο μικρός Πάολο ως Αρλεκίνος,1924, Μουσείο Πικάσο, Παρίσι.