Αμμολούλουδο

Χλωρό αστράκι με κοιτά,
το μπόι μου μετράει.
Μια στάλα είναι, μια μπουκιά
κι όμως μοσχοβολάει.

Στην άμμο έχει το κορμί,
τη ρίζα στην αλμύρα.
Κι εγώ ρωτώ πόσο βαριά
τη μοίρα μου να πήρα.

Πατρίδα του έχει τη στιγμή
και χρέος του το Κάλλος.
Κι ο εαυτός του, όσο ζει,
δεν είναι κάποιος άλλος.

Με θύελλα και ξαστεριά,
φουρτούνα και μπουνάτσα,
ποτέ του δεν ξελησμονά
τη λουλουδένια ράτσα.

Κι εγώ θαυμάζω κι απορώ
που Άνθρωπο με λένε
κι όμως για λόγου μου συχνά
ως κι οι βιολέτες κλαίνε.