Πρόσκληση

Λιμνάζεις.
Έγινε έλος ο κρυφός παράδεισός σου
κι αδέκαστοι πύθωνες τα μήλα του φυλάγουν.
Κείτεσαι άγρυπνος σε κιλίμια από λάσπη,
λυγμούς ανέμων και ερήμους παπαρούνες.
Γεύεσαι μόνο τον αμίλητο τον οίνο,
πικρά αντίδωρα και χόρτα θυμωμένα.

Δεν αντιδράς.
Αυτό είναι τ’ όνειρο του πόνου,
όταν βαλθεί θανάτου έρωτας να γίνει.
Που θα σε βγάλει αυτή η κατάδυση, για πες μου;
Αναλογίζεσαι πως φθίνεις και χωλαίνει
κάθε μου μέρα, κάθε νύχτα, κάθε ώρα;

Ψάχνω τα μάτια σου να τα ταΐσω μέλι.
Μη μου στερήσεις την αμάραντη θαλπωρή τους.
Είμαστε ακόμη αληθινοί, λέει η ανάγκη
κι όλοι οι μύθοι περιμένουν τη στιγμή μας.

Δεν σου υπόσχομαι, σου λέω μόνο κοίτα
πως τη ζαλώνεται ο κοχλίας τη ζωή του
και πως κουρνιάζει στα χαλάσματα η σελήνη.
Πως τον αιθέρα η λυγαριά χρήζει ιππότη,
πως ένας κρίνος το γιαλό σεπτά μυρώνει,
πως η ελπίδα απ’ το τσεκούρι δραπετεύει
ακόμη κι όταν έχει φανερά λιγοψυχήσει.

Δεν σου ζητάω να ξεχάσεις, μόνο σήκω.
Στάξε ασήμι στα αιμόφυρτα σκοτάδια.
Όρθωσε ανάστημα, μη σκέφτεσαι, μη νιώθεις.
Κρατήσου επάνω μου να πιάσεις το μαγγάνι.
Μαγεύτηκε όλο το νερό από το δράκο,
που το μαρμάρωσε στης λήθης το πηγάδι.
Σήκω, αγάπη μου, να σώσουμε τον κόσμο.

Νικηφόρος Λύτρας, Άνθη Επιταφίου, 1901