Πόσο θα ’θελα να ήμουν
μια αρκούδα καφετιά,
που φαρδιά πλατιά κοιμάται
σε απάνεμη σπηλιά.
Να γεμίζω την κοιλιά μου
με βατόμουρα γλυκά,
αγριοφράουλες και μήλα,
καστανάκια τραγανά.
Με φουντούκια, βελανίδια
κι από πάνω για γλυκό
μέλι νόστιμο, χρυσάφι,
θυμαρίσιο απ’ το βουνό.
Να ’χω φίλους, γειτονάκια
μες στο δάσος το πυκνό,
άλλα ζώα υπναράδες
στου χειμώνα τον καιρό.
Τον σκαντζόχοιρο τον Άουτς,
τη χελώνα την Κλοκλό,
τον κυρ σκίουρο το Ροκάνα,
τη Σουρσούρω, το ερπετό.
Να το ρίχνουμε στον ύπνο
στις ζεστές μας τις φωλιές
και τ’ αυτί να μην ιδρώνει
για σκοτούρες και δουλειές.
Να τραντάζονται οι λόγγοι
από τα ροχαλητά
και να λεν οι μετεωρολόγοι:
«Βρέχει με μπουμπουνητά!».
Όμως που μια τέτοια τύχη.
Αντί αρκούδα καφετιά
είμαι απλώς μία δασκάλα,
Μαίρη Παναγιωταρά…