Γλάρου πεθυμιά

Βουνίσιο δεντρογέρακο αντάμωσε ένα γλάρο.
Ξωμένει εκείνο σε σπηλιά κι ελόγου του σε φάρο.

– Γλάρε δεν τη βαρέθηκες πάνω σου την αλμύρα,
να ξεδιπλώσεις τα φτερά, να βγεις κι εσύ στη γύρα,

παρά μονάχος κάθεσαι, στα νύχια σου κοιμάσαι
και κάθε τι που θα θωρείς βαθιά το συλλογάσαι;

– Καλόγνωμέ μου γέρακα, από γεννησιμιού μου,
τη ρίζα εγώ την πελεκώ του μαύρου ριζικού μου.

Κάστρα ψηλά ορέχτηκα, βουνά να σκαρφαλώσω
κι από κορφούλα μυτερή, πήδο μακρύ να δώσω.

Και να τρυπήσω, μάτια μου, σύννεφα ασημένια,
με την καρδιά μου καθαρή, το νου με δίχως έννοια.

Να γίνω πούπουλου κορμί, σαγίτας ίσια ρότα,
φασκομηλίτσας ευωδιά, σε ταξιμάκι νότα.

Κι όταν πορίζουν οι άγγελοι στ’ αστέρια της αβύσσου,
να ξενυχτάω στα σκαλιά, κρυφά, του Παραδείσου,

μπας και λιγώσει ο Φύλακας στου ύπνου την αγκάλη
κι αφήσει ξεμαντάλωτη τη θύρα τη μεγάλη.

Βαρύς τσ’ αγάπης ο σταυρός, σ’ ευαίσθητη καδένα,
μα ν’ αρνηθεί να τον φορεί, δε γνώρισα κανένα.