Στο ντόκο

Εσύ αρμενίζεις στ’ άγρια στίφη των κυμάτων
κι εγώ φουντάρω στις γραμμές των αδυνάτων.

Τον προορισμό σου να κατέχω δεν αφήνεις
κι αν σου σιμώσω, παρευθύς τους κάβους λύνεις.

Δεν είναι η θάλασσα για σένα, μου φωνάζουν.
Μα εμένα αλλιώτικα τα μάτια σου μου τάζουν.

Κι είναι στιγμές που λαχταρώ αντί για σπίτι,
να ’χα κονάκι μου τρικάταρτο καϊκι.

Χίλιες φορές το μαύρο κύμα να σπουδάζω
και μόνο μία στα λιμάνια τους ν’ αράζω.

Να μπαίνω ατόφια στης ψυχής σου τα θαλάμια,
ν’ αντιπαλεύω κάθε Χίμαιρα και Λάμια.

Να πίνω μπρούσκο στο τσαρδί του Ποσειδώνα
και να χορεύω μες στο μάτι του κυκλώνα.

Να μη με νοιάζει το ξημέρωμα που θα ’μαι
στην τιμονιέρα σου αν θα θέτω να κοιμάμαι.

Να ΄ναι ο εξάντας στον καρπό μου το βραχιόλι
και τ’ όνειρό σου το κρυφό μου αραξοβόλι.

Κι όλες οι πίκρες κι οι χαρές του κόσμου αντάμα,
το κομποσκοίνι μου, στον Άι Νικόλα τάμα.

Γιατί είν’ η θάλασσα Έρωτας, και το ταξίδι ζήση
κι αλίμονο στον άγουρο που δεν θα την ποθήσει.

Είναι Αρετούσα και Λητώ, Κλεοπάτρα κι Οφηλία
και στα σαράντα κύματα παράτολμη πορεία.

Κι όποιος της αντιστέκεται και σκύβει στη φοβέρα
δετός στο ντόκο, αντί να ζει, πεθαίνει κάθε μέρα.