Σεπτέμβριος 2015

Loytra-talara-Astypalaia_1Και να ο Σεπτέμβρης! Όλο γλύκα, αναμαλλιάρης, ροβολάει στα σοκάκια μ’ ένα τσαμπί αγιωργίτικο στο χέρι και με τη βούργια του την υφαντή στον ώμο. Μέσα τετράδιο τσίλικο, κοντύλι φρεσκοξυσμένο και ψωμοτύρι δεμένο κόμπο στο μαντήλι, για δεκατιανό. Περνώντας έξω από την εκκλησιά, χτυπάει την καμπάνα. Αρχή της Ινδίκτου, κοπιάστε χριστιανοί για να λειτουργηθείτε. Να ευχηθείτε καλή πρωτοχρονιά, πλούσια σοδειά, να φιληθείτε.

“Ἀρρήτῳ πάντα ὡς Θεῷ ποιήσαντι σοφίᾳ, ἰσχύι τε παντουργικῇ διασῴζοντι πάντα, τὸν ὕμνον δέει ἐκ ψυχῆς προσάγομεν, ἐντρόμως δυσωποῦντες, παρασχεῖν εὐφορίαν τῇ γῇ, ἐν τῇ σήμερον ἐτησίῳ ἀπαρχῇ, παντὸς ῥυσθῆναι δυσχεροῦς, ὁρατῶν καὶ ἀοράτων δυσμενῶν, ἐν ταῖς αἰσίαις κράζοντες περιόδοις· εὔφορον πᾶσι τὸ ἔτος χορήγησον Κύριε”…

Κατηφορίζοντας, κλείνει ο Σεπτέμβρης το τσακίρικο το μάτι στη Μαριώ και κόβει απ’ το γλαστράκι της στο γαλανό περβάζι ένα κλωνί βασιλικό. Με μυρωμένο αυτί στέκει, θωρεί το κύμα και παρακαλεί:

Κάνε, κύρη μου Χρόνε, να ταξιδέψουμε αγάλια αγάλια, σαν τα πετούμενα που αποδημούν για τα ζεστά και σαν πρωτόμπαρκα, ατίθασα παιδιά. Και πάνω απ’ όλα κάνε να ταξιδέψουμε αγκαλιά…

Εικόνα: Από τα Λουτρά του Ταλαρά στη μαγευτική Αστυπάλαια.Axinosdelfiniafykiavythos

Αν ήμουν όνειρο

Αν ήμουν όνειρο

Θα εισχωρούσα στο μεδούλι των κυμάτων
για ν’ αγγίξω το φτερούγισμα του ταξιδιού

Θα χάιδευα μ’ ανάσες σκιές τις σμαραγδένιες φυκιάδες
για να ριγήσουν οι αποκοιμισμένοι αμφορείς

Θα τρυγούσα αφροσταλίδες από το ερωτοπαίγνιο των δελφινιών
για να μυρίζουν κατευόδιο οι πρωτόμπαρκοι

Θα κεντούσα με χρυσοκλωστές κάθε μοναχικό αστερία
για να ντυθεί με παραμύθι το πικραμένο προσφυγάκι

Θα πόντιζα φεγγαροκορφές στα καταγώγια του Ωκεανού
για να ελπίσουν τα σκοτάδια του στο ανέφικτο

Θα κούρσευα μια πλωτή Ιθάκη και θα σε ενθρόνιζα
για ν’ αρμενίζεις χαμογελαστός κάθε στιγμή κι αιωνιότητα

Αν ήμουν όνειρο…

Μα είμαι μονάχα η Νηρηίδα της διπλανής πόρτας
που αύριο θα αναδυθεί υποχρεωτικά
για να χτυπήσει κάρτα στη σκληρή πραγματικότητα

 

Αρχαία Αγορά

Όσες φορές κι αν περπατάω
εκεί που απέραντα αγαπάω,
κάθε ματιά μου είναι σκαλίδι,
φιλοπερίεργο σαμιαμίδι.

Χώμα και μάρμαρο ανθισμένο,
πράσινο αψύ, ηλιοκαμμένο,
φτιάχνουν εξαίσια τοπία,
ζώντα για με, γι’ άλλους μνημεία.

Στην αγκαλιά τους γαληνεύω
κι αφήνομαι να ταξιδεύω.
Φαντάζομαι πως ζωγραφίζω,
όσα ν’ αξιωθώ ελπίζω.

Τριγύρω ο κόσμος τετερίζει
σαν τζίτζικας που ζουζουνίζει
κι αυτή ακριβώς είν’ η χαρά του:
να εκλύουν φως τα όνειρά του.AGORAARXAIA_AGORA_4

 

Μωβ

Αν θέλεις να ‘μαστε μαζί,
ποτέ μην πεις “για πάντα”,
είπε τ’ αρισμαρόπαιδο
στην όμορφη λεβάντα.

Το “πάντα” μοιάζει σύννεφο
με ποταμούς γεμάτο
κι ώσπου να δέσει το φιλί,
βρέχει κι είναι φευγάτο.

Γι’ αυτό “ή τώρα ή ποτέ”
να λες στον έρωτά σου
και ο κρυφός του θησαυρός
θα γίνει κόσμημά σου.

Δέηση

Το δοιάκι σου το έστρεψες σε ρότα ποταμίσια,
με βήμα απτάλικο, βαρύ, κοίτη να στρώσεις ίσια.

Κι είχες αντίκρυ επτά κορφές, γριές ρυτιδωμένες,
απ’ άγρια χειμαρρόπουλα βαθιά χαρακωμένες.

Κι είχες ξοπίσω ηλιάτορα σα ρουμπινένιο δίσκο,
του Παντοκράτορα το γιο, του Διγενή τον ίσκιο,

που ως έσμιγε τη θάλασσα, τα στήθια της κοχλάζαν
και τη ζωή με θάνατο, τζόγια μου, την αλλάζαν.

Κι όταν μπρούσκο δοκίμασες στο καπηλειό της Δύσης,
φωνάζανε τα μάτια σου, μάτια μου, μη μ’ αφήσεις.

Πώς να σηκώσω αυτό το φως, πλαντάζει η ψυχή μου.
Μαχαίρι ο κόσμος στην πληγή κι είν’ η πληγή κορμί μου.

Τι από μικράκι γύρευα μια Παναγιά για να βρω,
να ξαποσταίνει στον αφρό, να σεργιανά στον κάμπο.

Απ’ όπου και να την κοιτώ, να με θωρεί κατάματα
και να μη ξελογιάζεται απ’ όρκους κι από τάματα.

Μονάχη να πορεύεται, Ελπίδα κι Αμαζόνα.
Με μια μονάχα δρασκελιά σ’ άλλο να μπαίνει αιώνα.

Κι όποτε αγρίμι αφουγκραστεί σε δόκανο πιασμένο,
από κακό κι απ’ άδικο να σκούζει λαβωμένο,

Λάμια ευθύς να γίνεται, Νέμεση εκδικήτρα
και τον καρκίνο ν’ αφαιρεί απ’ της ζωής τη μήτρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

.