Μια σκονισμένη άνοιξη στα μάτια σου απαγκιάζει,
εδώ ο κόσμος χάνεται κι εκείνη δεν τη νοιάζει.
Γερνούν πριν απ’ την ώρα τους τα έμβρυα στις μήτρες,
μα οι τραπεζίτες νοιάζονται μονάχα για τις ρήτρες.
Μπροστά απ’ το λαβύρινθο ξεπέζεψε, στοχάσου
τους έρωτες που παίδεψαν την άγουρη καρδιά σου.
Κι ακόμη κι αν δεν σου δοθεί αγριόμαλλο κουβάρι,
σαν φτάσεις στο Μινώταυρο βγάλε ψωμί, κοκκάρι
και ρίξε στο γυαλί ρακί να μυρωθεί η σπηλιά του,
μπας και γυρίσει ο καιρός και η περπατησιά του.
Γιατί η νύχτα αποπατεί στης μέρας τον κανόνα
και τα πιτσούνια ξεψυχούν μες στον περιστεριώνα.
Αφέντες και πολέμαρχοι το καιν το πελεκούδι
κι εσύ τους στίχους συμπονάς που δεν βρίσκουν τραγούδι.