Δυο μονοπάτια ανοίγονται μπρος στην αρχή του κόσμου.
Το ένα είναι της μυρτιάς, το άλλο είναι του δυόσμου.
Απλώνει φύλλο η μυρτιά, πράσινο, όλο χάρη
του Ορφέα και του Απόλλωνα στολίζει το δοξάρι.
Γιομίζει ο δυόσμος ευωδιά ξέφωτα και ρουμάνια,
να βαλαντώνει η Άρτεμη σαν κυνηγά στα χάνια.
Να κοντοστέκει, να γρικά της λύρας τα κουδούνια
κι απέ να θέτει μοναχή σε λουλουδένια κούνια.
– Καρδιά μου, Αμαζόνα μου, γιάντα για προσκεφάλι
μαχαίρι βάζεις δίκοπο κι ονείρου ανεμοζάλη
και δεν συβάζεσαι κι εσύ με των πολλών το νόμο,
παρά μονάχη περπατείς σ’ αποκλεισμένο δρόμο;
– Δεν είναι εμένα η φτιάξη μου για μουσικές και γλέντια.
Θωρώ τον κόσμο και βουτώ σε αχνισμένα αψέντια.
Ρόδο είν’ η κάθε μου στιγμή, με σουβλερό αγκάθι
κι η γεύση της στη γλώσσα μου πικρή σαν κατακάθι.
Γι’ αυτό κι εσύ το δίχτυ σου σ’ άλλα νερά το ρίξε.
Αλάργα στάσου από με, φρόνηση, φως μου, δείξε.
Δεν κάνουν για ποτιστικά τα χέρσα τα λημέρια
κι η πιο μεγάλη ερημιά σπιτώνεται στ’ αστέρια.
Εγώ έχω πρόγονο στοιχειό, παιδί είμαι του Πρωτέα,
τα βέλη μου τα έταξα στην Ύδρα τη Λερναία.
Μορφή αλλάζω στο λεπτό, με την πνοή του αγέρα,
τη μέρα κάνω νύχτα μου, τη νύχτα μου φοβέρα.
Μη μου σιμώνεις το λοιπόν, Έρωτα, για καλό σου.
Άσε το δυόσμο και μυρτιά σπείρε τον τον αγρό σου.
Έκθεμα από το Μουσείο Βραυρώνας.