Γράμμα από τον “Μίλκο”

Δεν είχα ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Μου είχαν ψιθυρίσει οι παππούδες μου αυτό που από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά είχε φτάσει και στα δικά τους αυτιά. Πως όταν ζεις κοντά στους ανθρώπους, ακόμη και τα πιο τρομακτικά πράγματα είναι πιθανά. Αλλά δεν ήθελα να το πιστέψω. Οι άνθρωποι με τους οποίους ζω και συνεργάζομαι εγώ είναι, θαρρείς, φτιαγμένοι από απαλό βελούδο και λεπτοδουλεμένο μάλαμα. Έχουν διαλέξει για δουλειά το να βοηθούν άλλους ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Κι όλα εμείς, τα άλογα της θεραπευτικής ιππασίας, είμαστε το όχημα αυτής της βοήθειας. Ποτέ δεν ένιωσα μόνος και πονεμένος στο πλάι τους. Με φροντίζουν, με κανακεύουν, βλέπω στα μάτια τους την αγάπη που μου έχουν. Νιώθω στ’ αγγίγματα και στα χάδια των χεριών τους την προέκταση της τρυφερής καρδιάς τους.
Με λένε Μίλκο. Μου έδωσαν αυτό το όνομα, γιατί έχω χρώμα σοκολατί και είμαι -το βλέπετε άλλωστε- γλυκός πολύ. Μέχρι χθες ζούσα κι εργαζόμουν σ’ έναν μικρό, καταπράσινο παράδεισο. Εκεί, στο ειδικά διαμορφωμένο ξέφωτο, στη Βαρυμπόμπη, προσέφερα την υπομονή, την ενσυναίσθηση και τη δύναμή μου για ν’ ασκούν το σώμα, το μυαλό και την ψυχή τους παιδιά και έφηβοι που γεννήθηκαν μαχητές. Που η σκάλα της ζωής έχει γι’ αυτούς περισσότερα και πιο δύσκολα σκαλοπάτια και δεν είναι βέβαιο ότι θα καταφέρουν ποτέ να τα ανέβουν όλα, για να χαρούν τη θέα από την κορυφή τους. Μπορούν, όμως, με τη βοήθεια τη δική μου και των ανθρώπων που εργάζονται μαζί μου για χάρη τους, ν’ ανεβαίνουν όλο και ψηλότερα. Και να χαίρονται πραγματικά αυτή τη διαδρομή.
Κάθε εποχή στη φύση έχει τη χάρη της και τους κινδύνους, τις κακοτοπιές της. Δεν είναι πάντοτε σύμμαχος ο καιρός, όταν δουλεύεις σε εξωτερικό χώρο. Αλλά είναι μαγεία να μπορείς ν’ ακούς τα πουλιά, να νιώθεις τον καθαρό αέρα στην επιδερμίδα σου, ν’ ανασαίνεις τις ευωδιές και τα ιάματα της βλάστησης. Το καλοκαίρι, ειδικά, μπορεί να ζεσταινόμαστε πολύ στη δουλειά, να ιδρώνουμε και όλο να ξεφυσάμε από την προσπάθεια, αλλά έχει ως εποχή μια ενέργεια ξεχωριστή. Λες και ο ήλιος να σπρώχνει τον ουρανό να ενωθεί με τη γη, για να προχωρήσει παραπέρα ωριμότερη η ζωή. Έχει και τις διακοπές το καλοκαίρι! Ακόμη κι εμείς σταματάμε τη δουλειά. Μας φροντίζουν, ξεκουραζόμαστε, ή μας πηγαίνουν σε κατασκηνώσεις και βοηθάμε κι εκεί αυτούς που μας έχουν ανάγκη, αλλά με λιγότερο έντονους ρυθμούς. Το καλοκαίρι έχει περισσότερη χαρά και ξεγνοιασιά για όλους, ακόμη και για τους πιο πονεμένους. Ή έτσι θα έπρεπε.
Κάπως έτσι ήταν τα καλοκαίρια μου μέχρι φέτος. Αλλά αυτό που έζησα προχθές, θα στοιχειώνει τα όνειρά μου για καιρό. Βλέπουν και τα άλογα όνειρα; θα ρωτήσετε. Βλέπουν, σας διαβεβαιώ. Κάθε πλάσμα του Θεού βλέπει όνειρα. Κάθε πλάσμα του Θεού έχει όνειρα. Το πιο σπουδαίο, το πιο αληθινό, είναι να ζήσει μια καλή, μια όμορφη ζωή. Δεν είναι μόνο των ανθρώπων ευχή, προνόμιο και δικαίωμα το όνειρο αυτό. Αλλά μόνο εσείς πιστεύετε πως έχετε προτεραιότητα, πως σας έχει κατ’ αποκλειστικότητα δοθεί η κυριότητα της γης και κάθε άλλης ζωής πάνω σε αυτήν. Μιλάτε και γράφετε, φωνάζετε και μαλώνετε για το τι σημαίνει μέτρο, τι δίκαιο, τι πρόληψη, τι ταπεινότητα. Τι έχει αξία, τι είναι υπεραξία, τι συνείδηση και τι υπευθυνότητα. Τι είναι κλίμα και τι κρίμα. Που πρέπει να στραφεί για να μην αυτοκαταστραφεί η ανθρωπότητα. «Λόγια, λόγια, λόγια». Αρκεί η εκθαμβωτική γυαλάδα του χρυσαφιού και η πλανεύτρα γοητεία της εξουσίας για να σας κάνει θηρία ανήμερα. Για να σβήσετε μια κι έξω τόπους και συνανθρώπους σας από το χάρτη. Δεν τα λέω εγώ, τα λένε οι επιστήμονες, οι ιστορικοί και οι ποιητές σας. Τολμούν πάντα -ευτυχώς- κάποιοι λίγοι και διαλεχτοί από εσάς να ξεσκεπάζουν και να στηλιτεύουν τις ντροπές σας.
Αλλά έρχονται μέρες όπως η προχθεσινή, που αποδεικνύεται περίτρανα πόσο μικροί και αδύναμοι είστε στην πραγματικότητα. Μια σπίθα που σε ελάχιστα λεπτά γιγαντώνεται από την κάψα και τον άνεμο στην καρδιά του καλοκαιριού, αρκεί για να γίνει παρανάλωμα η αυταρέσκεια και η υπεροψία σας. Στεκόμουν με τον Αννίβα, το φιλαράκι και συνάδελφό μου στη δουλειά, στο ξέφωτό μας, στην άλλοτε ωραία, καταπράσινη Βαρυμπόμπη και βλέπαμε τις τεράστιες φλόγες να πλησιάζουν σαν πύρινοι, αφιονισμένοι γίγαντες, πεινασμένοι να καταπιούν τα πάντα στο διάβα τους. Πυκνοί καπνοί γέμιζαν στάχτη τα ρουθούνια μας και μας έφερναν ζάλη και αποκάρωμα. Σειρήνες ηχούσαν διαπεραστικά και μας αποσυντόνιζαν, θόλωναν τη σκέψη, μούδιαζαν τα μέλη μας. Αεροπλάνα πετούσαν πάνω απ’ τα κεφάλια μας και έριχναν νερό προσπαθώντας να τιθασεύσουν την ξέφρενη πορεία της πυρκαγιάς. Πυροσβέστες και εθελοντές μάχονταν σώμα με σώμα με το αναπόφευκτο.
Βλέπαμε τα πανύψηλα, καμαρωτά δέντρα που μας σκίαζαν και μας συντρόφευαν καθημερινά, να σωριάζονται το ένα μετά το άλλο, σαν δύσμοιροι άμαχοι σε μια άλλη Άλωση. Αυτήν που έχτισαν χρόνο με το χρόνο κάποιοι από εσάς με την αδιαφορία, την πονηριά, τη μικροψυχία, την αχορτασιά τους. Ακούγαμε τις κραυγές σας καθώς καίγονταν και οι δικές σας περιουσίες, τα σπίτια, τα αυτοκίνητα, τα εργαστήρια, τα εργοστάσια, οι καλλιέργειές σας. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε βήμα. Άλλοι σύντροφοί μας, τα καθαρόαιμα περήφανα άλογα που ιππεύετε για την ευχαρίστησή σας, έτρεχαν αλαφιασμένα από εδώ και από εκεί προσπαθώντας να σωθούν. Εμείς είχαμε κοκαλώσει, παραδομένοι στην τύχη μας.
Σήμερα που σας τα λέω όλα αυτά είμαι ορθός, υγιής και ασφαλής μαζί με όλους τους υπόλοιπους συντρόφους μου, τόσο της θεραπευτικής όσο και της ψυχαγωγικής και αθλητική ιππασίας, στο Μαρκόπουλο. Οι δικοί μας άνθρωποι, αυτοί που σας έλεγα στην αρχή ότι είναι φτιαγμένοι από απαλό βελούδο και λεπτοδουλεμένο μάλαμα, έκαναν τ’ αδύνατα δυνατά και μας έσωσαν. Αυτή τη φορά τα κατάφεραν. Αλλά δεν είμαι χαρούμενος, δεν μπορώ να είμαι χαρούμενος, με τόση καταστροφή, δυστυχία και θλίψη δίπλα μου. Ευτυχώς, δεν χάθηκαν ζωές, λέτε στις τηλεοράσεις σας. Ναι, δεν χάθηκαν ανθρώπινες ζωές. Μα δεν είναι ζωή μόνο η ανθρώπινη ζωή πάνω στη γη. Κι όμως, το ξεχνάτε αυτό. Όσο το ξεχνάτε, εγώ δεν θα ησυχάζω. Και ακόμη κι αν δεν το βλέπετε με τα δικά σας μάτια, δεν το πιστεύετε με τη δική σας λογική, δεν το νιώθετε με την καρδιά σας τη σκληρή, εγώ μέσα μου θ’ ανησυχώ, θα λυπάμαι, θα θρηνώ. Και θα ελπίζω μια μέρα περισσότερο ανθρώπινους να σας δω, να συμβιώνετε αρμονικά και δίκαια με κάθε ζωή.
Με λένε Μίλκο και είμαι ένα από τα άλογα της θεραπευτικής ιππασίας, που κινδύνευσαν αλλά ευτυχώς σώθηκαν από τη μεγάλη πυρκαγιά στη Βαρυμπόμπη προχθές. Δεν θέλω να ξαναζήσω τέτοια αγωνία, τόσο πόνο, τέτοια καταστροφή. Ξυπνήστε, καλοί μου άνθρωποι, και δείτε τι θα κάνετε για να σώσουμε ό,τι έχει απομείνει, όλοι μαζί. Πριν το κοινό μας σπίτι, η γη, γίνει μακρινή ανάμνηση για τις επόμενες γενιές. Για τη Ζωή που -έτσι κι αλλιώς- με ή και χωρίς όλους εμάς, θα συνεχιστεί.