Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι που είχε χολ. Όταν κάποιος ερχόταν απροειδοποίητα, εκεί στεκόταν πρώτα. Έβγαζε το πανωφόρι του για να το κρεμάσουμε στον καλόγερο με τον ολόσωμο καθρέφτη και την ομπρελοθήκη, έδινε την τσάντα του να την απιθώσουμε στο κάθισμα της «κουτσομπόλας» που είχε ενσωματωμένο στο πλάι το συρταρωτό τραπεζάκι με το μαύρο σταθερό τηλέφωνο. Με απαραίτητο συμπλήρωμα, φυσικά, τα σεμεδάκια και τα μπιμπελό της μαμάς.
Φιλεύαμε τον επισκέπτη δροσερό νερό κι ένα πρώτο κέρασμα, συχνά γλυκό του κουταλιού. Το επόμενο βήμα ήταν να τον περάσουμε στο σαλόνι. Αλλά αυτό δεν γινόταν πάντα, ούτε ήταν αυτονόητο, ακόμη και για πρόσωπα συγγενικά. Το χολ λειτουργούσε ως προθάλαμος μιας άγραφης, διακριτικής αξιολόγησης. Εφόσον αντιλαμβανόμασταν και νιώθαμε ότι ο επισκέπτης ήταν σε θέση να επικοινωνήσει αξιοπρεπώς με την οικογένειά μας και να μας σεβαστεί, με δυο λόγια αν το ένστικτό μας διαβεβαίωνε ότι ταιριάζουν τα χνώτα μας, τον περνούσαμε στο σαλόνι και η σχέση μας ανέβαινε ένα σκαλοπάτι. Αν όχι, προφασιζόμασταν πολύ ευγενικά κάποια δουλειά ή υποχρέωση, ζητούσαμε συγνώμη που δεν μπορούσαμε να τον δεχθούμε για περισσότερο χρόνο και τον ξεπροβοδίζαμε να πάει στο καλό.
Ο κύριος λόγος που ο απρόσμενος επισκέπτης μας δεν περνούσε το «τεστ του χολ» ήταν αυτά που έλεγε με το που έμπαινε στο σπίτι, αλλά και ο τρόπος που τα έλεγε. Αν άρχιζε να σχολιάζει επικριτικά γείτονες, κοινούς γνωστούς, συγγενείς, να υποτιμά πρόσωπα και καταστάσεις, να μας ραντίζει με το θυμό ή την αδιάσειστή του άποψη, να εξαπολύει μύδρους και τσιτάτα επί παντός επιστητού ή να επιδιώκει να χώσει τη μύτη του στη ζωή μας με αγένεια. Ο λόγος του, το πρόσωπό του και η γλώσσα του σώματος, οι εκφράσεις και οι χειρονομίες του, ήταν πάντα το «κλειδί» της αποδοχής ή της απόρριψης.
Όταν επισκέπτομαι τις αναρτήσεις στο «βιβλίο των προσώπων», λειτουργώ πάντα, ασυναίσθητα στην πρώτη γρήγορη ανάγνωση αλλά συνειδητά στη δεύτερη πιο προσεκτική, όπως στο χολ του πατρικού μου σπιτιού. Δεν είναι όλοι και όλα για μένα, δεν είμαι κι εγώ για όλους και όλα. Η πολύτιμη λειτουργία της διάκρισης τολμώ να πω ότι με σώζει, με προστατεύει από τους άλλους και από τον εαυτό μου, με νουθετεί, με ισορροπεί και τελικά με βοηθά να προχωρήσω στην ατελείωτη κλίμακα της ωριμότητας και της αυτογνωσίας. Και εξοικονομεί λυτρωτικά το χρόνο μου, που είναι και η μεγαλύτερή μου περιουσία.
Έτσι, όταν δω ότι μια ανάρτηση ξεκινά με επίκριση, όποιο κι αν είναι το θέμα της αυτό το «επί» πριν την κρίση έχει ήδη κάνει τη ζημιά, αποχωρώ ήσυχα ήσυχα γι’ άλλα περιβόλια. Γιατί η σελίδα καθενός μας στη διαδικτυακή μας γειτονιά ένα περιβόλι είναι, ο ακάλυπτος χώρος μπροστά στο σπίτι μας. Άλλος το στολίζει με άνθη και έργα τέχνης, άλλος προτιμά να το αφήνει σε κοινή θέα γεμάτο αγριόχορτα, τσουκνίδες, μπάζα από ανακαινίσεις, ακαθαρσίες και απορρίμματα, που αντί να φροντίσει να καταλήξουν στους κάδους και στις χωματερές, επιτρέπει να συσσωρεύονται μπρος στην πόρτα του.
Στο δικό μου χολ-περιβόλι εδώ μέσα δεν βλέπετε και δεν θα δείτε επικρίσεις. Το προσπαθώ πάρα πολύ, ακόμη κι όταν με πνίγει ο θυμός, το άδικο, το μάταιο, ο πόνος, η απογοήτευση. Βλέπετε και θα συνεχίσετε να βλέπετε -καλά να είμαστε όλοι- τα άνθη της ψυχής μου και κάποιες προσωπικές απόψεις, για καταστάσεις και συμβάντα που με έχουν αγγίξει και προβληματίσει κυρίως βιωματικά, τις οποίες επιλέγω πολύ προσεκτικά πως θα εκθέσω δημοσίως. Προσπαθώ πάντα να ακούω μέσα μου τους σοφούς δασκάλους μου που έλεγαν «να επιτίθεστε στο πρόβλημα και όχι στον άνθρωπο». Πόσο σοφό και πόσο δύσκολο. Αλλά και πόσο ωφέλιμο και λειτουργικό, όταν γινόμαστε πολλοί αυτοί που το προσπαθούμε και το επιτυγχάνουμε.
Ένιωσα την ανάγκη να τοποθετηθώ σχετικά με αυτό το θέμα, γιατί το τελευταίο διάστημα σκοντάφτω επάνω σε πληθώρα επικρίσεων, ακόμη και από διαδικτυακούς φίλους που δεν το περίμενα. Και λυπάμαι γι’ αυτό, με βάζει σε άλλες σκέψεις. Δεν θα ήθελα να περιδιαβαίνω συνεχώς ανάμεσα σε περιβόλια-χολ με τσουκνίδες και απορρίμματα. Έχω ανάγκη την ευγένεια, την καλαισθησία, την ομορφιά, τη θετική σκέψη, την αύρα τη χαριτωμένη και αναζωογονητική, την συμπόνια, την αγάπη. Όπως όλοι μας. Αλλιώς, γιατί να διατηρώ ένα περιβόλι-χολ στη διαδικτυακή μας γειτονιά; Η μεγαλύτερη μοναξιά, πικρή, πικρότατη, είναι το να είσαι ανάμεσα σε άτομα που δεν ταιριάζουν μαζί τους τα χνώτα σου. Ειδικά αν διατείνονται ότι είναι ομότεχνοι, ομοϊδεάτες, συνάδελφοι, συνάνθρωποι. Δεν είναι κοινωνικοποίηση αυτό, είναι θλίψη και υποβάθμιση του ανεκτίμητου δώρου της ζωής. Αν κάποιες φορές με ψάχνετε και δεν με βρίσκετε, να ξέρετε ότι…χάνομαι γιατί ρεμβάζω. Το προτιμώ από το να είμαι συνεχώς παρούσα και μονάχα να αλαλάζω.

Ο πίνακας: Σπίτι που ονειρεύεται, Μιχαήλ Οικονόμου