Κλυδωνίζομαι.
Ανάμεσα στο πριν και στο μετά, στο φανερό και στο απόκρυφο.
Στο μέλι και στ’ αγκάθι.
Στην πέτσα μου και στο κατακάθι.
Ανυπομονώ για ουρανό.
Γυρεύω αστρίτες έρποντας σε υποθαλάσσιες, αιμάτινες κατακόμβες.
Ανατρανίζομαι, ομφαλοσκοπώ.
Μια μελωδία υπόκωφη εξοπλίζω.
Έλα κομμέ, απελπίσου με.
Ξεσκόλισα πια, κορφολόγησέ με.
Λύσε το ιώδες από της Χίμαιρας το φωτοστέφανο.
Παράλυσέ με.
Κάποτε θέριευαν ορδές λεμονοδάση μες στα μάτια μου.
Τώρα κοιμίζω μιαν Αλκμήνη στο φιλί μου.
Πόσα σκοτάδια σου τυραννήθηκαν πριν τη ροδαυγή.
Πόσα λιοπύρια μου εξερράγησαν με το λυκόφως.
Είσαι μικρός.
Ένας λιμένας καρφωμένος στο απερίγραπτο,
δίχως ξυλάρμενα προσφάι στο γυλιό σου.
Σφίγγω τα χείλη σαν πιτσούνι στην αναβροχιά.
Για το απάγκιο σου ξέφτισα τα φτερά μου.
Μα εσύ λάμνεις αγέρωχος σαν γρέγος αρπιστής,
ψαλμούς και θρύλους ξεχασμένους αναπέμποντας
από το ακούραστο πνευμόνι του Οδυσσέα.
Αχ μάνα μου ξερολιθιά, ζαριά μου άσπιλη,
σε ποιο λαγήνι φύλαξες το κώνειο κέρασμά σου;
Λαμπροφορώ όταν κατέρχομαι στα ατέρμονα μετόχια σου,
ίνα του σκίνου ανεπαίσθητη, θαύμασμα μιας πυγολαμπίδας.
Στάσου, αφουγκράσου, ημέρεψε.
Δεν με μαράζωσε αναίτια το νυχτέρι του.
Τον είπαν Μίνωα κι Ηετίωνα και με κούρσεψε,
χτίζοντας δίψα στους νευρώνες μου γι’ αψέντι.
Μην απορείς.
Δεν σου μιλώ εγώ παράουρα.
Είναι ο Έρωτας αλλόκοτος, Ψυχή μου.
Κι όπου του αγγίζεις, να τ’ αστέρι, να το βάραθρο.
Η αδυσώπητη του κόσμου γεωγραφία.