Να ’μουνα πράσινο κλαδί, βοριάς να μ’ ανεμίζει,
το πονεμένο μου κορμί τη γης να μην αγγίζει.
Μα να βλασταίνει μοναχό, κουκούτσι να μη δένει
και να ’χει φύλλωμα αψύ σαν κοκαλένιο χτένι.
Ν’ απλώνει, να σκαλώνεται στα πορτοπαραθύρια,
τη φλέβα τη βασιλική να στρώνει στα γιοφύρια,
για να ’ρχονται οι πέρδικες, να κοινωνούν τ’ αψέντι
και να μη λογαριάζουνε κανένανε γι’ αφέντη.
Μα να ’χουν γι’ αγαπητικό των βράχων το γεράκι,
σεβντά που δεν ξομολογά, μήτε πικρό σαράκι.
Κι ότε ν’ ακροζυγιάζεται, θωρείς το, στις ραχούλες,
δίχως τσαλίμια και χωσιές, κορφολογά μικρούλες.