Ελπίδα

Η ελπίδα είναι κούτσικο χαμίνι δίχως σπίτι,
που σεργιανίζει μοναχό σαν τον αποσπερίτη.
Φοράει ρούχο δανεικό, χιλιομανταρισμένο,
ποιος ξέρει αν είναι από εδώ ή από τόπο ξένο.

Η ελπίδα είναι ένα πουλί χωρίς φωλιά δική του,
ματώνει για ν’ αξιωθεί να φτιάξει τη ζωή του.
Στα σύννεφα χαμοπετά, στο χώμα ξεφτερώνει,
στη θάλασσα αναθαρρεί, η φλόγα το σκοτώνει.

Η ελπίδα είναι ο νταλκάς στου αμανέ τα τάστα,
η ροδαυγή που μάχεται στου Ανήλιαγου τα κάστρα.
Δεν τρέφει μίση και θυμούς, δεν έχει περηφάνια,
γιατί γνωρίζει απ’ άδικο, ανέχεια και ορφάνια.

Η ελπίδα είναι ο έρωτας που δεν θα ξεπεράσεις,
ο λόγος που στυλώνεσαι και πάλι στις επάλξεις.
Δεν έχει φανς και αυλικούς, δεν κάνει φασαρία,
μα για όλα τα ανεξήγητα είναι η μόνη αιτία.