Ελληνάκι

Μ’ ένα κουπί ξεκίνησα τη θύελλα να δαμάσω
κι έβαλα πλώρη και σκοπό μαζί του να γεράσω.

Παιδί ήμουνα και χάραξα πάνω του τ’ όνομά μου
κι έσκυψα μες στη θάλασσα να βρω τα γονικά μου.

Κι είδα το δελφινόπουλο και τ’ απαλό σαλάχι,
που μου ’γνεψαν να ξανοιχτώ στ’ ωκεανού τη ράχη.

Και μια ανεμώνη γνώρισα στου μελτεμιού το στόμα.
«Θα κινδυνέψω;» ρώτησα. Και μου ’πε «Που ’σαι ακόμα!».

Τον πεισματάρη τον ξιφιό τράκαρα σε μια ξέρα
και μου ’βαλε στο δάχτυλο μαλαματένια βέρα:

– Σαν γίνουμε αδελφοποιητοί, απόφαση πάρε ίσια.
Θέλει ατίθαση ψυχή η ρότα η πελαγίσια.

Θέλει κορμί, ντούρο σπαθί, αντίκρυ στη φουρτούνα,
στα θυμωμένα κύματα ν’ αφροπετά σα σκούνα.

Θέλει και μάτια καθαρά τα μάκρη να βιγλίζουν
κι όσα ποθούνε, όμορφα, λεβέντικα να ορίζουν.

Μα θέλει και του πειρατή το σιδερένιο γάντζο.
Του Δον Κιχώτη τ’ όραμα, το ρεαλισμό του Σάντσο.

Σα στρώνεις δρόμο μοναχός με τα δικά σου χέρια,
μ’ αναστενάρη μοιάζεις μου σε δίκοπα μαχαίρια.

Μα είτε χαρά, είτε φιλί, είτε θρονί σου τάξουν,
ορθός όσο θα στέκεσαι, δεν θα σε μεταλλάξουν.