Χαίρε Χρόνε Ανυπότακτε

Και λίγο πριν το μάνταλο αδράξεις
Για να σημάνεις ηχηρά την έλευσή σου
Κομίζοντας ποιος ξέρει τι νέα θηρία
Σαν μια αγέρωχη κι αγέλαστη Πυθία
Εγώ θα ψήσω έναν γλυκύ βραστό
Διπλό, αψύ, φουσκαλιασμένο
Στο μπρίκι το μπαρουτοκαπνισμένο
Και θα του βάλω πλάι τη ρακή, το ξεροκούκι
Για να σου πω ορθά κοφτά
Κι αν θέλεις και τραγουδιστά
Καρντάση μου, μακριά είσαι νυχτωμένος
Αν νόμισες ότι θα μπω εγώ στο λούκι
Ράμματα έχω για τη γούνα σου πολλά
Κι ας είναι άπατο του Αγά σου το σεντούκι
Καρντάση μου εσύ θαρρείς πως το κρασί μου θα νερώσω
Γιατί αναπόφευκτα πάλι θα μεγαλώσω
Μα εγώ μειδιώ, υπομονεύω, καιροφυλακτώ.
Τροχίζω όνειρα, τοξεύω εφιάλτες
Σαν τον αϊτό ζυγιάζομαι στα μάκρη και στα πλάτη
Τους οιωνούς διαβάζω στου βυθού την ωμοπλάτη
Και κρένω Χαίρε Χρόνε Ανυπότακτε
Δεν σε φοβούμαι, σε αλώνι ξεγεννήθηκα
Σε ιστιοφόρο γοργοφτέρουγο βαφτίστηκα
Και σε λημέρι ασπροπάρη φώλιασα την αγάπη μου
Έλα Καρντάση, το διχτάκι σου αμόλησε
Από τη Μοίρα του κανείς δεν αυτομόλησε
Μα να διαλέξει ποιος θα είναι, αυτό του δόθηκε
Ευχή, κατάρα, αποστολή, έρωτας, παίγνιο
Μ’ αυτό το γένος το Ανθρώπινο χρεώθηκε
Κι άλλοτε ευτύχησε, ή και καταρρακώθηκε
Εκεί δεν έχεις λόγο εσύ, μόνο οι Ψυχές
Κι αν Χρόνος Πόνος έχεις κατά νου να γίνεις
Τήρα, ακόμη εμπρός σου αποφασισμένη στέκω,
Ακόμη δίνω από εκείνα που δεν έχω
Ακόμη αντέχω ν’ αγαπώ. Ακόμη φως κυοφορώ
Ακόμη ανήκω στο Λευκό. Ακόμη χτίζω και στηρίζω
Κι όσους χτυπάνε και χαλούν και δηλητήριο σκορπούν
Γιατί θαρρούν πως με τη βία μεγαλουργούν
Με των ματιών μου τα φιλιά τους αφοπλίζω
Κάτσε, Καρντάση, να σου ψήσω έναν καφέ
Βαρύ γλυκό, στο μπακιρένιο φυλαχτό
Ταξίδι ηφαίστειο η ζωή, μίτος το τέλος κι η αρχή
Μα τον Μινώταυρο εγώ δεν φοβερίζω
Το ταξιμάκι μου στ’ αυτί του μουρμουρίζω
Και όσο υπάρχω, ακαταμάχητα ελπίζω
Ορίστε, πέρνα. Ξεμαντάλωτη είναι η θύρα
Μπρος στο σοφρά κουκουβιστή σε περιμένω
Να τεμαχίζω τα σκοτάδια θα επιμένω
Γιατί όσο δεν ζω γονατιστή, δες, δεν πεθαίνω