Απουσία

Από παιδί τριγύριζα
μονάχη στα μουράγια
για να γεμίζω, μάτια μου,
με θάλασσα τα άδεια.

Κι αγνάντευα τα κύματα
να φεύγουν για τα ξένα,
χωρίς ποτέ να υπόσχονται
ταξίδι και για μένα.

Οι άλλοι πάντα σάλπαραν
για άγνωστα λιμάνια
κι εγώ στο ντόκο σπούδαζα
του κάβου την ορφάνια.

Κι έπιανα τα μολύβια μου,
πνιγόμουν στη χαρτούρα,
σα γλαροπούλι αφτέρουγο,
σκουριά στη σημαδούρα.

Η αλμύρα με κατέτρωγε,
με σμίλευε τ’ αγέρι,
σαν άγκυρα με βύθιζε
το πολικό αστέρι.

Μα δεν καταδεχόμουνα
για τ’ Άβατο να κλάψω.
Στ’ αμπάρι κλειδωνόμουνα
τραγούδι να σου γράψω.

Ίσως να είναι μοίρα μου,
ίσως κι απόφασή μου,
να καταδύομαι πιο βαθιά
από τη μπόρεσή μου.

Χαράκι στο τιμόνι σου
να είμαι, Ποσειδώνα,
μα να μη σεκλετίζεσαι
για το δικό μου αγώνα.

Δεν έχει μεγαλύτερη
στον κόσμο εξουσία,
από εκείνου π’ αγαπάς
την άπατη απουσία.