Ένα όστρακο

Βάδιζε αμέριμνος, ίσια καταπάνω στα χρώματα του ηλιοβασιλέματος. Δεν είχε μάτια παρά μόνο για το βελουδένιο πορφυρό. Τα χέρια του κρέμονταν τεμπέλικα σαν τσαμπιά ροζακί σε αμπέλι ξερικό, καταμεσής του Αιγαίου. Δεν σκεφτόταν τίποτα. Ένα άδειο λαγήνι μαυροδάφνη ήταν το κεφάλι του. Δεν ένιωθε τίποτα. Μια ρυθμική τρίλια νεοσσού χελιδονιού ήταν ο χτύπος της καρδιάς του. Η θάλασσα φουρφούριζε αποσταμένη. Είχε ριχτεί στο μεροκάματο αξημέρωτα και τώρα το μόνο που λαχταρούσε ήταν να κοπάσει. Ο ορίζοντας έγνεφε σ’ ένα οπάλινο μισοφέγγαρο να μη βιαστεί να ανατείλει. Ήθελαν λίγο ακόμη σούρουπο τα παιδιά που έπαιζαν κρυφτό στις αμμοθίνες. Εκεί όπου διαφέντευαν οι καμπύλες ενός κόσμου γεμάτου αφανείς, ακατέργαστους έρωτες.

Και ξαφνικά το ένιωσε. Το αριστερό του πέλμα πάτησε πάνω σε κάτι ευλύγιστα σκληρό, σαν πρόσωπο υπέργηρο αυλακωμένο από ρυτίδες. Η αίσθηση ήταν πρωτόγνωρη για εκείνον. Όταν η παλάμη ακουμπά πάνω σε κάτι σκληρό, ξέρει τι να κάνει. Έχει τη μνήμη της λαβής του μαχαιριού. Μνήμη αιώνων. Αλλά το πέλμα είναι αμάθητο. Κυκλοφορεί συνήθως παπουτσωμένο, επαρκώς προστατευμένο. Κι αν βγει να βαδίσει γυμνό, τις πιο πολλές φορές ακουμπά στα μαλακά. Εκτός και αν ανήκει σε κάποιον παρία, επαίτη, ατυχή, αδικημένο της ζωής. Αλλά εκείνος δεν ανήκε σε αυτούς. Γι’ αυτό η αίσθηση ήταν πρωτόγνωρη. Και αυτομάτως έσκυψε να δει τι την προκάλεσε.

Ήταν ένα όστρακο. Όχι πολύ μεγάλο, όχι πολύ μικρό. Ένα όστρακο κανονικό, μισοχωμένο στην άμμο. Απομεινάρι του κυνηγητού στο οποίο συχνά πυκνά παραβγαίνουν τα κύματα με τους ανέμους. Που όμως του έλειπε το άλλο του μισό. Το άγγιξε για μια στιγμή. Η τραχιά, παραδαρμένη εξωτερική του όψη του θύμισε τον τελευταίο της λόγο. Η γλώσσα του θυμήθηκε τη γεύση της πικραγγουριάς.

Πήρε το όστρακο στα χέρια του, το καθάρισε απαλά από την άμμο. Η λεία, φωτεινή, ιριδίζουσα εσωτερική του όψη του θύμισε τα μάτια της, την πρώτη φορά που την αντίκρισε. Αυτό το στιγμιαίο ξεστράτισμα του μυαλού άλλαξε το ρυθμό του xτύπου της καρδιάς του. Φτεροκόπησε κάπως άτσαλα το χελιδόνι νεοσσός. Αλλά μόνο ώσπου να σηκώσει και πάλι το βλέμμα ψηλά και να παρατηρήσει τη νύχτα. Τέτοια ώρα άπλωνε στην αμμουδερή ακτή τα μαβιά, δαντελένια της εσώρουχα. Το οπάλινο μισοφέγγαρο είχε ήδη πάρει τη θέση του ανάμεσα στις πυκνοκατοικημένες αστρογειτονιές. Τα παιδιά είχαν μαζευτεί στα σπίτια τους για το ελαφρύ απόδειπνο με ψωμί χωριάτικο, καρπούζι και σκληρό, άσπρο τυρί.

Έσκυψε και απίθωσε το όστρακο στη θέση του. Το λεπτό, διακριτικό άρωμα ενός ανθισμένου θαλασσόκρινου τον χαϊδολόγησε γλυκά. Χαμογέλασε. Έκλεισε τα μάτια και το εισέπνευσε βαθιά για άλλη μια, για τρίτη φορά. Ανοίγοντας και πάλι τα μάτια, ίσιωσε το παράστημά του. Και συνέχισε με βήματα αθόρυβα, σχεδόν μετέωρα, ως εκεί που ίσως και να τον περίμενε μια άλλη μαργαριταρένια ματιά.