Αγγελόκρουσμα

Όταν σου γνέψουν οι άγγελοι,
ό, τι κι αν πουν για σένα,
φύλλα πεσμένα απ’ τα κλαδιά,
στο χούμο χωνεμένα.

Μοιάζει σκαρί ακυβέρνητο
ο λόγος τους στο κύμα
και δεν μετράει όπως μετρά
το ξόδι σου στο μνήμα.

Αφού για πάντα ξεντυθείς
την πανοπλία του ανθρώπου,
η χρεία εξαϋλώνεται
ατάκα κι επί τόπου.

Δεν κάνουν όλοι για πουλιά
στην ψεύτρα ετούτη ζήση.
Πολλοί μονάχα σέρνονται
απ’ την αυγή ως τη δύση.

Καγχάζουν κι αλαλάζουνε,
τα κρόταλα χτυπάνε,
προσώρας όσοι λησμονούν
που πρόκειται να πάνε

σαν έρθει η ώρα κι η στιγμή
που πια δεν θ’ ανασαίνουν.
-Κι αλίμονο- ξεχνούν να ζουν
κι αδιάκοπα πεθαίνουν.