Ανεμολόγιο

Σηκώθηκε ο άνεμος με τη γλυκιάν αυγούλα,
μα πριν πορίσει στάθηκε λιγάκι στην πεζούλα.
Να κολατσίσει μια μπουκιά ψωμάκι με ταχίνι,
να πιει και το ροδόσταμο απ’ το κρουστό λαγήνι.
Και μόλις ένιωσε γερά ν’ αντρειεύει η δύναμή του,
καβάλησε τον Μαύρο του κι ίσιωσε το σκουφί του.
Τον είδαν στις βουνοκορφές μ’ αητούς να παραβγαίνει
και στα μητάτα ορμητικός κι ακάλεστος να μπαίνει.
Τον είδαν στα χρυσά σπαρτά, στα πράσινα λιβάδια,
να δροσερεύει τη σοδειά με τ’ απαλά του χάδια.
Τον είδαν στις νεροσυρμές, στις λίμνες, στα ποτάμια,
να τραγουδά με τις ξωθιές, του Πάνα τα καλάμια.
Τον είδαν και στις θάλασσες κάποτε ν’ απαγκιάζει,
μα πιο συχνά τα κύματα ν’ αγριεύει, να ταράζει.
Τον είδαν και τα πέρατα του κόσμου αποβροχάρη,
να ξαποσταίνει αγέρωχος μ’ έν’ άστρο στο θηκάρι.
Του λόγου μου συχνά πυκνά τον βλέπω στ’ όνειρό μου,
να διαφεντεύει τη ζωή. Και κάνω το σταυρό μου.

Η εικόνα είναι της Κατερίνας Βερούτσου, από το βιβλίο μας “Ο Αντίλ έχει πατρίδα”, Ελληνοεκδοτική.