Στην κρύπτη σου απαγκιάζεις
νερό και φως σοδιάζεις
κι αρμέγεις την αλμύρα
να κλώσεις νέα μοίρα.
Σε βρίσκω, σε σπουδάζω,
λιγάκι σ’ αιφνιδιάζω,
σαν βγαίνω απ’ το θαλάμι
κι απλώνω την παλάμη.
Να σου ζητήσω κάτι,
λευκό, άσπιλο δεμάτι:
σπυρί κι εγώ να γίνω
στ’ αχνό σου κρινολίνο.
Με χνούδι να με ζώσεις
κι όταν μ’ ελευθερώσεις,
να με σηκώσει ο αγέρας,
φιλί μιας παντιγέρας.
Ν’ αφήσω πίσω πόνους
και κλέφτες κι αστυνόμους
κι ανάλαφρη κι ακέρια
να φτάσω ως τ’ αστέρια.
Να μη λογιάζω ψέμα
κι αδικημένο αίμα,
του φθόνου το λεπίδι,
των πόθων το σκαλίδι.
Να σβήσω από τη μνήμη
του Χάροντα την κνήμη
και του Έρωτα το μάτι,
από άσπαστο αχάτη.
Κι όταν ζυγώσει η ώρα
να πέσω σ’ άλλη χώρα,
το φως να χαλικώσω
κι ανάρια να ριζώσω.
Για να μπορώ, όταν θέλω,
να σπω το γκρίζο βέλο,
μ’ ορμή να ξεφτερώνω
και ουρανούς να οργώνω.