Τα Χριστούγεννα της Νιφάδας και του Σκουφάκη

ΣΚΟΥΦΑΚΗΣ:…Μπα, μπα, μπα! Τί βλέπω; Συμβαίνει τίποτα; Νιφάδα! Ε, Νιφάδα, που κρύφτηκες πάλι; Τρέξε γρήγορα να δεις! Τρέξε, σου λέω!

ΝΙΦΑΔΑ: Ουφ πια! Ούτε να χουζουρέψει κανείς στο ασημένιο συννεφάκι του δεν μπορεί. Τί έπαθες, φιλαράκι μου, και ξεφωνίζεις έτσι;

Σ: Τρέξε, Νιφάδα, να δεις παιδιά! Τόσα παιδιά στην οθόνη του υπολογιστή δεν θα έχεις ξαναδεί!

Ν: Τι παιδιά, καλέ; Πάλι είσαι νηστικός και ονειρεύεσαι ξύπνιος;

Σ: Να, εκεί, μέσα σε κάτι τετραγωνάκια! Παιδιά ξανθά, παιδιά μελαχρινά, παιδιά κοκκινομάλλικα. Παιδιά με γυαλιά, με κοτσιδάκια, με γένια, με μουστάκια, παιδιά με φόρμες και με πυτζαμάκια! Παιδιά μεγάλα, παιδιά μικρά, παιδιά τοσοδούλικα και παιδιά γιγάντιαααααα!

Ν: Δεν είμαστε στα καλά μας! Τί ασυναρτησίες λες, Σκουφάκη μου; Μήπως το χιόνι το ’στρωσε μέσα στο κεφαλάκι σου; Ακούς εκεί «παιδιά…γιγάντια»!

Σ: Μα, βρε Νιφάδα, δεν τα βλέπεις εκεί που κάθονται και μας κοιτάζουν περίεργα; Λες να είναι επικίνδυνα;

Ν: Χαχαχαχαχα! Χοχοχοχοχο! Χιχιχιχιχι! Χρόνια είχα να γελάσω έτσι! Σκουφάκη μου, είσαι στ’ αλήθεια φοβερός! Αυτοί που βλέπεις στην οθόνη είναι τα παιδιά του σχολείου μας, μαζί με τους γονείς, τ’ αδερφάκια, τις γιαγιάδες, τους παππούδες, τις νονές τους. Ήρθαν για να γιορτάσουμε παρέα τα Χριστούγεννα. Γι’ αυτό δεν ήρθατε, παιδιά;

Σ: Τα Χριστούγεννα; Τί να γιορτάσουμε, δηλαδή; Τον Αϊ Βασίλη που θα ’ρθει από την…πιτσαρία και θα μας φέρει τον καινούργιο χρόνο μαζί με τους 3 Μάγους, τους βοσκούς, τα προβατάκια, τις αγελαδίτσες και τα γαϊδουράκια;

Ν: Αχ, Σκουφάκη μου! Εσύ θα με τρελάνεις μια και καλή! Πώς τα μπέρδεψες πάλι έτσι; Τί σχέση έχει ο Αϊ Βασίλης, που δεν ήρθε ασφαλώς από την…πιτσαρία αλλά από την Καισαρεία, με τη φάτνη όπου γεννήθηκε ο Χριστός;

Σ: Δεν τα είπα σωστά, Νιφάδα μου;

Ν: Όχι βέβαια! Συγκεντρώσου και δώσε βάση! Τα Χριστούγεννα τα γιορτάζουμε στις 25 Δεκεμβρίου, κάθε χρόνο. Ο Χριστός γεννήθηκε μέσα στη βαρυχειμωνιά, σε μια μικρή πόλη της Παλαιστίνης, τη Βηθλεέμ και…

Σ: Πω πω πω, ονόματα και χρονολογίες! Μα πώς μπορείς και τα θυμάσαι απέξω; Τί λέτε κι εσείς, παιδιά, μικρά μεγάλα και γιγαααάντια; Δεν είναι σοφή η φίλη μου η Νιφάδα;

Ν: Μη με διακόπτεις, τέλος πάντων! Άσε με να τα μπουρδουκλώσω…εεε, να ολοκληρώσω, ήθελα να πω. Το ξέρεις ότι μου δημιουργείς άγχος;

Σ: Εγώ δεν είμαι βλάχος! Και σε προκαλώ να μη με ξαναπαρακαλέσεις έτσι!

Ν: Έχω άγχος είπα, όχι ότι είσαι βλάχος, καλέ! Με παρακαλείς, θες να πεις, να μη σε αποκαλέσω ξανά έτσι. Όταν κανείς μπουκώνεται συνεχώς με μελομακάρονα και κουραμπιέδες, αυτά παθαίνει. Χάνει τα λόγια του! Πού είχα μείνει; Α, ναι! Σου έλεγα, λοιπόν, για τη Βηθλεέμ και για τη φάτνη, όπου μέσα στο καταχείμωνο και με το λαμπρότερο άστρο να φέγγει στον ουρανό, γεννήθηκε ο μικρός Χριστός…

Σ: Νιφαδούλα, θα μου λύσεις μια απορία;

Ν: Εντάξει, πες την. Αλλά περίμενε πρώτα να φορέσω το…φωτοστέφανό μου! Θ’ αγιάσω τόση υπομονή που κάνω με σένα!

Σ: Τί είναι η φάτνη; Πουλάνε τίποτα κρουασάν εκεί; Μήπως μελωμένα τουλουμπάκια που μ’ αρέσουν, μιαμ μιαμ, σλουρπ;

Ν: Θα πάθουν τα νεύρα μου, χριστουγεννιάτικα! Ο νους σου συνέχεια στο φαγητό βρίσκεται. Η φάτνη είναι μια μικρή σπηλιά, που χρησιμεύει για αχυρώνας. Κι είναι ακόμη το σπιτάκι, ο στάβλος, δηλαδή, όπου κουρνιάζουν τα ζώα στην εξοχή, όταν έχει κακοκαιρία και παγωνιά.

Σ: Και γιορτάζουμε επειδή ο Χριστός γεννήθηκε σ’ ένα τέτοιο σπιτάκι;

Ν: Βέβαια, γιατί αυτό σημαίνει πολλά για μας.

Σ: Αααχ και βααχ, είναι μεγάλη αδικία! Αδύνατο να το υποφέρω, Νιφάδα μου!

Ν: Ποιο πάλι, βρε Σκουφάκη;

Σ: Να! Εγώ γεννήθηκα σε κοτζάμ μαιευτήριο στην Αθήνα κι όχι σ’ ένα καλυβάκι στην ερημιά. Αλλά κανείς δεν σκέφτηκε να γιορτάσει προς τιμή μου…Σκουφούγεννα!

Ν: Αααα, εσύ δεν τρώγεσαι με τίποτα! Μα δεν καταλαβαίνεις τη διαφορά;

Σ: Έχει διαφορά, σοφή μου κουκουβάγια…εεε Νιφάδα;

Ν: Ο Χριστός είναι ο Γιος του Θεού! Γεννήθηκε για να φέρει στον κόσμο την ειρήνη και την αγάπη. Καθόλου δεν τον ένοιαζε αν θα γεννηθεί σε παλάτι ή σε φτωχοκάλυβο. Ήθελε μόνο να μας δείξει ότι μπορεί κάποιος να είναι σπουδαίος και ταυτόχρονα ταπεινός. Κι όχι να έρθει σα βασιλιάς ντυμένος στα χρυσά Του, για να μας επιβάλει με το ζόρι το θέλημά Του…

Σ: Με συγχωρείς, Νιφάδα μου, δεν το είχα καταλάβει. Ευτυχώς, όμως, που έχω εσένα φίλη μου και μου τα εξηγείς όλα τόσο ωραία!

Ν: Παιδιά, μου υπόσχεστε ότι δεν θα μαρτυρήσετε πουθενά την κοτσάνα που αμόλησε σήμερα ο Σκουφάκης;…Μπράβο σας! Είστε τόσο καλά παιδιά! Ε, Σκουφάκη, πού πήγες πάλι; Γιατί κρύβεσαι; Μην ντρέπεσαι, τα παιδιά δεν θα σε μαρτυρήσουν. Δεν θα τα ευχαριστήσεις;

Σ: Ευχαριστώ σας, μικρά, μεγάλα και γιγααααάντια παιδιά, είστε όλα πολύ καλόκαρδα κι ευγενικά!

Ν: Λοιπόν, Σκουφάκη μου, πώς λες να γιορτάσουμε εμείς τα φετινά Χριστούγεννα; Έτσι θα τη βγάλουμε, μοναχούληδες στο σπιτάκι μας, χωρίς παρέα, τραγούδι και χορό;

Σ: Και χωρίς λιχουδιές; Ε, όχι, ασφαλώς! Μμμμ, ξέρεις τί λέω εγώ, Νιφαδούλα μου; Να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα μαζί με ΟΟΟΟΟΟΛΑ τα παιδιά, αν φυσικά μας θέλουν στην παρέα τους. Κι ας βρίσκονται μέσα στα τετραγωνάκια της οθόνης του υπολογιστή. Συμφωνείς;

Ν: Αγαπητέ μου Σκουφάκη, αυτή ήταν η ωραιότερη ιδέα που κατέβασε το μελωμένο τουλουμπάκι, εεε…μυαλουδάκι σου σήμερα! Μπορώ να μη συμφωνήσω μαζί σου; Μας θέλετε στην παρέα σας, παιδιά; ΓΙΟΥΠΙ, Ο ΛΑ ΡΙ ΛΑ ΛΑ!

ΝΙΦΑΔΑ ΚΑΙ ΣΚΟΥΦΑΚΗΣ ΜΑΖΙ: Είναι μούρλια, είναι τρέλα! Βλέπω μια βαθιά πιατέλα, με γλυκίσματα γεμάτη και μια πίτα τόσο αφράτη, που θα ορμήσω, δε βαστάω   κι άλλο να μη σας κρατάω! Τέλειωσε η παράστασή μας, αλλά όχι κι η γιορτή μας!           Τραγουδήστε και χορέψτε, στην κουζίνα μετά τρέξτε! Κι αν κρυώνετε λιγάκι, πιείτε ένα ζεστό τσαγάκι!

ΤΕΛΟΣ

Μέρα γιορτινή!

Ένα χειμώνα θα σου φέρω
να ντύσεις τ’ όνειρο με χιόνι
κι ένα πορτοκαλί παγώνι
να φτιάξεις ήλιο σαν πουλί.

Μ’ ένα αλεξίπτωτο – καράβι,
θα σκαρφαλώσω ως τ’ αστέρια
κι όλα του κόσμου τα μαχαίρια
θα τα κλειδώσω φυλακή.

Καινούργια μέρα, γιορτινή!
Χριστουγεννιάτικο φιλί
απ’ την καρδιά μου θα σου δώσω
και δε θα σε ξαναμαλώσω!

Καινούργια μέρα, γιορτινή,
μ’ Άγιο Βασίλη στη σκεπή!
Το δώρο που ’φερε για σένα,
δεν το ’φερε γι’ άλλον κανένα,
γιατί έχεις φίλο σου εμένα
κι εγώ έχω φίλη μου εσένα!