Καλπάκι 1940…

Ξώμεινες εκεί ν’ αγναντεύεις το Απροσδόκητο. Στο στέρνο σου αετοφωλιές, στα μπράτσα σου περιβραχιόνιο οι ευωδιές του θυμαριού, των αγριόβατων, του έλατου. Στα χείλη αστείρευτη νεροσυρμή οι αθιβολές των μακρινών προγόνων. Και στους λαγόνες λύκων κι αγριογούρουνων οι πατουχιές.

Δεν σε κάτεχε η μάνα σου καλά. Ζαγάρι σ’ ανέβαζε, κανακάρη σε κατέβαζε. Αξημέρωτα ζύμωνε την πίτα τη στριφτή κι έψηνε τον βαρύ γλυκό, τον καϊμακλή στη χόβολη. Να δοκιμάσεις μια μπουκιά, να πιεις να στυλωθείς πριν βγεις στον πηγαιμό για το χωράφι. Ποιος να το πίστευε, ποιος να το φανταζόταν, πως θα γινόσουν το τσακμάκι που θα ονομάτιζε ανεξίτηλα την ξεχασμένη ρεματιά. Που θα υπογράμμιζε με πορφυρό μελάνι το Ανήκουστο στης Ιστορίας τα τεφτέρια.

Σε θωρώ και η καρδιά μου αναπετά. Ζορίζει το μυαλό να νιώσει, να αποδεχτεί. Πως κάποτε κι ο σιδερόφρακτος Γολιάθ το δάσκαλό του, τον ήσυχα αποφασισμένο του Δαϋίδ θα βρει. Τον Νέστορα που τη φθαρμένη ανεμόσκαλα θα επιχειρήσει ως το θεάρεστο ν’ ανεβεί. Τι να σκεφτόσουν τότε που αλυχτούσαν οι Αρμαγεδδώνες στα διάσελα; Που έτρεχε ο λογισμός σου; Σε ποιας νεράιδας την ποδιά να είχες αποθέσει την καρδιά σου; Ποιας χρυσοχέρας αδερφής το κέντημα να σφούγγιζε τον καπνισμένο σου ιδρώτα; Σε ποια δροσάτα ξέφωτα τους βόλους σου τους παιδικούς να είχες, άραγε, κρύψει; Σε ποια αρκουδοσπηλιά ν’ αποπειράθηκες την πρώτη σου νεανική αποκοτιά να κάνεις;

Του Χάροντα οι γυροβολιές δεν σε προσπέρασαν. Άγουρο και αφίλητο τρύγησαν το χαμόγελό σου. Σήμερα όλοι θα σε θυμηθούν. Δάφνινα κλαδιά, μπαϊράκια και κορδέλες γαλανόλευκες θα στεφανώσουν τα ξεχαρβαλωμένα σου άρβυλα. Λόγια μεγάλα, στρογγυλά και καλογυαλισμένα θα σου πουν. Πολλά και ηχηρά θα σου υποσχεθούν.

Μα εγώ εκεί, στο πλάι σου, συχνά πυκνά με την ψυχή προτεταμένη στήνω αυτί. Γρικώ τα ψιθυρίσματα των απροσπέλαστων βουνών. Τα μυστικά των δέντρων, των χαμολούλουδων και των μοναχικών αγριμιών. Τα κελαηδίσματα των σπίνων και των αηδονιών. Τις εναέριες ζωγραφιές των νεφελών, των μετεωριτών. Και σ’ όσα παιδιά με πλησιάζουν, με μάτια υγρά, πότε ψηλά και πότε χαμηλά, μ’ όλους τους τρόπους και σ’ όλους τους καιρούς, τολμώ -κι όσο υπάρχω θα τολμώ- να τα αφηγηθώ. Και εις τους αιώνας των αιώνων θα σ’ ευχαριστώ.