Στρείδι και φάλαινα

…Είχε πια σκοτεινιάσει και το στρείδι κούρνιασε στο βράχο του αποκαμωμένο από την ένταση της ημέρας και γρήγορα αποκοιμήθηκε. Τότε είδε ένα όνειρο, από αυτά που όταν ξυπνάς συνεχίζεις να τα θυμάσαι και να τα σκέφτεσαι.

Έγινε, λέει, σεισμός στη θάλασσα και τα πάντα ανατράπηκαν: ό, τι βρισκόταν πάνω, πήγε κάτω. Ό,τι ήταν προσκολλημένο, απελευθερώθηκε. Ό,τι ήταν πολύχρωμο έγινε άχρωμο. Ό,τι ήταν θηρευτής έγινε θήραμα. Κι ό,τι ήταν ασφαλές, μετακόμισε στην πιο μεγάλη ανασφάλεια.

Το στρείδι αποκολλήθηκε βίαια από το βράχο του και βρέθηκε να κλυδωνίζεται σαν ακυβέρνητο βαρκάκι στον αφρό. Και πριν προλάβει να καταλάβει τι συνέβαινε, παρασύρθηκε από τα ρεύματα στα βάθη του ωκεανού. Το καινούργιο του περιβάλλον το φόβιζε και ταυτόχρονα το γοήτευε. Τη μια στιγμή σκεφτόταν ότι ήταν ένα στρείδι με αλλιώτικη μοίρα από τη μοίρα των άλλων στρειδιών. Αυτή η σκέψη το έκανε να νιώθει ικανοποίηση και μια ψίχα υπεροψία. Και την άλλη στιγμή βυθιζόταν στην πιο μεγάλη απελπισία, γιατί δεν ήξερε πως να επιβιώσει σ’ ένα περιβάλλον άγνωστο για τα μέχρι τότε δεδομένα του. Ο ωκεανός δεν έμοιαζε σε τίποτα με την αγαπημένη του ακτή. Φαινόταν απρόσιτος και το στρείδι συνειδητοποίησε με λύπη ότι εδώ δεν είχε κανένα φίλο.

Ξαφνικά άκουσε ένα υπόκωφο βουητό και το ρυθμικό πλατάγισμα από δυνατά πτερύγια. Ήταν μια γαλάζια φάλαινα θεόρατη σα βουνό και ευλύγιστη σα φίδι, παρά τον τεράστιο όγκο της.

Μα τον κοσμοσείστη Ποσειδώνα, έφτασε το τέλος μου. Το δίχως άλλο η φάλαινα θα με καταπιεί…, σκέφτηκε τρομοκρατημένο το στρείδι. Η φάλαινα πλησίαζε απειλητικά, εκτοξεύοντας με ρυθμό το σιντριβάνι της. Το στρείδι έλεγε την προσευχή του και παράλληλα αγωνιζόταν να ξυπνήσει, για να μην ονειρευτεί τη στιγμή του θανάτου του. Τότε έγινε κάτι αναπάντεχο.

Τώρα εσύ κλείστηκες ερμητικά στον εαυτό σου και άλλαξες δέκα χρώματα από το φόβο σου, γιατί είσαι σίγουρο ότι θα σε κάνω μια χαψιά και όλα θα τελειώσουν εδώ. Αλλά εγώ θα διαφωνήσω. Μπας και νομίζεις ότι είσαι κανένας καταπληκτικός μεζές; Ή μήπως φαντάστηκες ότι εγώ απλώς ανοίγω τη στοματάρα μου και καταπίνω ό,τι κυκλοφορεί σε ακτίνα μισού χιλιομέτρου; Όχι αγαπητό μου στρείδι, δεν θα σου κάνω τη χάρη να σε φάω! Θα μου χαλάσεις τη γεύση, γιατί είσαι ξένο σώμα στο δικό μου κόσμο. Άντε, τράβα το δρόμο σου, αν καταφέρεις ποτέ να τον βρεις, έτσι που κυκλοφορείς επτασφράγιστο. Γύρνα στα λημέρια σου. Και να θυμάσαι: το δύσκολο στη ζωή είναι να μη φαγωθείς! Αν φαγωθείς, καθάρισες!…, μουρμούρισε με στόμφο η φάλαινα. Και κάνοντας μια εντυπωσιακή κατάδυση, χάραξε ρότα προς το βορρά. Τότε ήταν που το στρείδι, απορημένο, ξύπνησε. Και άρχισε να σκέφτεται το παράδοξο αυτό όνειρο…