Πάρε μου λίγη υπομονή κι εμφύσησέ μου αγέρι,
να στάξει μέσα μου δροσιά, μια σκούνα να μου φέρει,
για να με ξεσηκώσουνε τα ολόλευκα πανιά της
και ν’ αρμενίζω ελεύθερη βαθιά στα πέλαγά της.
Να ’ναι τα κύματα βουνά και ο βυθός λαγκάδια,
ν’ αδειάζουν όσα γέμισαν και να γεμίζουν τ’ άδεια.
Να στείλουν πίκρες και καημούς και φόβους κι αγωνίες
στα ξερονήσια τ’ άγονα με τις τραχιές γωνίες.
Κι όσο θα είναι εξόριστα με κρίταμο κι αλμύρα,
να ταξιδεύει αλώβητη τυφλόμυγα η Μοίρα.
Και να ’χει για προσκέφαλο μία μπουρού ανθισμένη,
από κακό κι απ’ άδικο γυμνή κι απαλλαγμένη.
Να ενδύεται τους σταλαγμούς των άστρων σα νυχτώνει,
σα θέλει να παντρεύεται, σα θέλει να ’ναι μόνη.
Να στέλνει τα φιντάνια της να μάθουν αλφαβήτα
στου Γαλαξία τη σκεπή, σε μια αργυρή σοφίτα,
με όλους τους ημίθεους συμμαθητές του Χρόνου
και το Θεό καταμεσής του υδρόγειου του θρόνου.