“Άμπερ φάμπερ βγε!”

“…Και πέρασε ακόμα ένας χρόνος έτσι. Με τη μισή καρδιά της Άνοιξης φυλακισμένη. Οι άνθρωποι σκέφτηκαν, ξανασκέφτηκαν, αλλά δεν μπορούσαν να καταλήξουν πουθενά. Οι σκέψεις τους ήταν μπερδεμένες. Άλλα έλεγε ο ένας, άλλα ο άλλος. Τα ’χαν χαμένα. Οι πιο πολλοί πια είχαν περάσει από το καστρόσπιτο της Άνοιξης. Κανένας όμως δεν είχε καταφέρει να την ελευθερώσει. Μόνο να τους στείλει με τη μισή της καρδιά ήλιο και λίγο χρώμα. Αυτό κατάφεραν.Και περνούσε ο καιρός. Και οι άνθρωποι συνήθισαν αυτό το λίγο φως, το λίγο πράσινο, τα λίγα λουλούδια. Συνήθισαν το λίγο.
-Έτσι θα ζήσουμε! Είπαν. Από δω και μπρος έτσι θα ζήσουμε!

Και μια χρονιά -θα ’χε περάσει πολύς καιρός από τότε, από τότε που οι άνθρωποι εκείνης της πολιτείας συνήθισαν το λίγο-, κάποια παιδιά που έπαιζαν κρυφτό ξεμάκρυναν από τη γειτονιά τους. Και τα πήρε ο δρόμος και ξεμάκρυναν ακόμα πιο πολύ. Κι έφτασαν έξω από το καστρόσπιτο, που στο πρώτο υπόγειο χρόνια τώρα καθόταν η Άνοιξη με τη μισή της καρδιά εκεί και την άλλη μισή έξω.Τα παιδιά συνέχιζαν το παιχνίδι τους και από καιρό σε καιρό σταματούσαν κι έλεγαν το τραγουδάκι τους, να βρουν ποιος θα τα φυλάξει:

Άκατα μάκατα σούκουτου μπε,
άμπερ φάμπερ ντομινέ,
άκατα μάκατα σούκουτου μπε,
άμπερ φάμπερ βγε!

Και η Άνοιξη, έτσι όπως καθόταν συλλογισμένη, τα άκουσε τα λόγια τους τα ανακατωμένα που έβγαιναν ζεστά ζεστά από τα τρυφερά τους στόματα. Τις άκουσε τις φωνές τους που ’ταν γεμάτες χαρά. Τρύπησαν με τη ζεστασιά τους τους πέτρινους τοίχους του καστρόσπιτου κι έφτασαν κοντά της. Πέρασαν από τα αυτιά της και μετά ακούμπησαν στην καρδιά.Όταν τα παιδιά ξανάρχισαν το τραγούδι, ξεκίνησε κι αυτή ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά, ν’ ανεβαίνει, ν’ ανεβαίνει, ώσπου έφτασε πάνω, στα σαλόνια της τα φωτεινά. Πλησίασε τη μεγάλη, τη βαριά την εξώπορτα και περίμενε. Και μόλις ακούστηκαν τα παιδιά να ξαναλένε:

Άμπερ φάμπερ βγε!

Η μεγάλη, η σιδερένια εξώπορτα άνοιξε διάπλατα και η Άνοιξη έκανε έτσι δα και βγήκε!…”.

Αυτό είναι ένα απόσπασμα από ένα βιβλίο που αγαπώ πολύ, το βιβλίο της Χριστίνας Φραγκεσκάκη, «άμπερ φάμπερ βγε!», με ζωγραφιές της Μάριας Μπαχά, από τις Εκδόσεις Πατάκη.

Ας μάθουμε κάτι με αφορμή αυτό το απόσπασμα:

Τα ποιηματάκια όπως το “άκατα μάκατα” και άλλα που λέμε όταν “τα βγάζουμε” ή όταν θέλουμε να κάνουμε μία κλήρωση και να δούμε ποιος θα κερδίσει κάτι, λέγονται λαχνίσματα. Συχνά δεν σημαίνουν τίποτα συγκεκριμένο. Είναι αστεία, “παίζουν” με τη γλώσσα μας και με τη φαντασία μας και μας φτιάχνουν το κέφι. Σίγουρα ξέρετε κι άλλα. Θυμίζω το “άμπεμπαμπλόμ”, το “ανέβηκα στην πιπεριά”, το “ένα δύο τρία πήγα στην κυρία…” και άλλα που θα θυμηθείτε και θα μου πείτε εσείς. Μπορείτε να ρωτήσετε και τους γονείς σας ή τον παππού και τη γιαγιά (από το τηλέφωνο, να μην ξεχνιόμαστε) και να συμπληρώσετε τη συλλογή σας.

Ας κάνουμε μια κατασκευή, για να παίξουμε και λίγο:

Παρατηρήστε τις εικόνες, δείτε πως έφτιαξαν το καστρόσπιτο της Άνοιξης άλλα παιδιά, σε άλλο σχολείο που ήμουν πριν λίγα χρόνια, και προσπαθήστε να φτιάξετε κι εσείς το δικό σας. Θα χρειαστείτε χαρτόνι (παρακαλέστε κάποιον μεγαλύτερο να σας βοηθήσει να “ανοίξετε” τα παραθυράκια του καστρόσπιτου), λευκό χαρτί και διάφορα χρωματιστά χαρτιά, τους μαρκαδόρους ή τις ξυλομπογιές σας, ψαλιδάκι και κόλλα. Αν αντί για επίπεδο χαρτόνι χρησιμοποιήσετε ένα χαρτόκουτο από κάποια συσκευασία που έχετε φυλάξει για ανακύκλωση, η κατασκευή σας θα μπορούσε να γίνει και τρισδιάστατη! Θα μπορούσατε να φτιάξετε τους ήρωες και ως χαρτόκουκλες (κολλήστε τους σε καλαμάκια ή σε ξυλάκια για σουβλάκια) και να παίξετε μαζί τους. Είμαι σίγουρη ότι θα φτιάξετε καταπληκτικά πράγματα.

Ας σκεφτούμε και λίγο, ας βάλουμε και τη φαντασία μας να δουλέψει και ας γράψουμε, τι άλλο; Τη δική μας ιστορία:

Πως θα συνεχίζατε την ιστορία από τη στιγμή που η Άνοιξη άνοιξε τη μεγάλη, σιδερένια πόρτα του καστρόσπιτού της και βγήκε έξω; Τι έγινε τότε στο περιβάλλον, πως αντέδρασαν τα ζώα, τα πουλιά, τα φυτά, τα δέντρα, τα βουνά, τα ποτάμια, οι θάλασσες; Πως ένιωσαν και τι είπαν τα παιδιά και όλοι οι άνθρωποι σ’ εκείνη τη χώρα; Τι συνάντησε η Άνοιξη στο δρόμο της; Συνέβη κάτι που την έκανε να χαρεί ή να λυπηθεί, ή να φοβηθεί; Ήταν όλα μέλι γάλα και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα μετά ή μήπως, μήπως έγινε τίποτα παράξενο, τρομακτικό, επικίνδυνο; Μπρρρρ!…

Συνεργαστείτε με κάποιον μεγαλύτερο που ξέρει να γράφει και να σας βοηθήσει και σημειώστε σε ένα χαρτί τις σκέψεις σας. Μπορείτε να συμπληρώσετε και τη σχετική εικονογράφηση, όποτε έχετε κέφι. Με τα βιβλία και τις ιστορίες τους η χαρά και η δημιουργικότητα δεν τελειώνουν ποτέ!

Καθώς εργαζόσαστε και δημιουργείτε, ακούστε και την υπέροχη μελωδία της Άνοιξης, του σπουδαίου συνθέτη Αντόνιο Βιβάλντι από το έργο του “Οι τέσσερις εποχές”: https://www.youtube.com/watch?v=nSTRkWpHAg8