“Η επιστροφή του βασιλιά Γιγαντόκαρδου”

Διαβάσαμε το βιβλίο “Η επιστροφή του βασιλιά Γιγαντόκαρδου” της Σοφίας Γραμμόζη – Σωπίκη, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Σαϊτη σε εικονογράφηση Λέλας Στρούτση. Μας άρεσε τόσο πολύ, που αποφασίσαμε να το συνδυάσουμε και με άλλες δραστηριότητές μας με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος (5 Ιουνίου). Έτσι, το μετατρέψαμε σε έμμετρο για να μπορούμε να το αφηγούμαστε και να το “ζωντανεύουμε” θεατρικά ευκολότερα. Ζωγραφίσαμε, παίξαμε, κάναμε κατασκευές. Και πάνω απ’ όλα δώσαμε…δαγκωτή την ψήφο μας στις γνήσιες, φυσικές τροφές!

Δυο καιρούς και μια φορά
σε μια Κηπούπολη, μακριά,
ανάμεσα στα λαχανικά,
φύτρωσε, έφτασε ψηλά
και μια γιγαντοφασολιά.

Σε πάσσαλο σκαρφαλωμένη
λιαζόταν ευχαριστημένη.

Σαν μεγάλωσε ο γιος της,
ο ψηλότερος βλαστός της,
τα άλλα ζαρζαβατικά
τον διάλεξαν για βασιλιά,
επειδή είχε καρδιά.

Αμέτρητα είναι τα φασόλια,
αλλά καρδιά δεν έχουν όλα!

Ήταν καλός και τρυφερός,
πράσινος, τόσο τραγανός,
με όλους προστατευτικός
και διόλου καταπιεστικός
ο Γιγαντόκαρδος αυτός.

Για τούτο όλοι τον συμπαθούσαν
και γι’ αρχηγό τον προτιμούσαν.

Είχε και ένα φιλαράκι,
ακούραστο πειραχτηράκι.
Ζιζάνιος στ’ ονοματάκι
και όνομα και πραγματάκι,
το άτακτο το χορταράκι!

Δεν σ’ άφηνε ούτε στιγμή
να κάτσεις σε χλωρό κλαρί!

Ώσπου μια μέρα, ένα μήνα,
κόκκινη φτάνει λιμουζίνα
στην εξοχή απ’ την Αθήνα
και ένα μαύρο φορτηγό.
Αρχίζω και ανησυχώ!

Φαστφούντιος έγραφε και Σία
Πακετοφαγητά «Αμβροσία».

Και να σου ένας χοντρομπαλάς,
μαυροντυμένος, κοιλαράς.
Εσύ καθόλου μη γελάς!
Μίστερ Φαστφούντιο τον λένε,
τα φρέσκα τρόφιμα του φταίνε.

Τους γνήσιους σπόρους καταστρέφει
και μόνο τότε κάνει κέφι.

Μια βοηθό έχει ξινή
φοράει τσίγκινη στολή
και είναι πάντα αυστηρή.
Το όνομά της Κονσερβίτα.
Ούτε Σαρλότα, ούτε Πεπίτα.

Του οργανώνει μια χαρά
τα σχέδια τα πονηρά.

Κρυμμένος σε μια φυλλωσιά
με τεντωμένα τα αυτιά,
να ο Ζιζάνιος! Τους ακούει
κι έπειτα τρέχει σαν τον Λούη,
για να τα πει στο βασιλιά.

-Οι ξένοι θέλουν το κακό μας.
Θ’ αρχίσουν απ’ το φαγητό μας!

Ο Γιγαντόκαρδος στη στιγμή
του αναθέτει αποστολή.
Πηγαίνει, βρίσκει τα παιδιά,
κρύβουν τους σπόρους μακριά
και ούτε γάτα ούτε ζημιά!

Μες στο ξεκούραστο χωράφι,
η φύση παραμύθι γράφει.

Μα οι ξένοι έχουν τα μυαλά τους
μονάχα στα συμφέροντά τους
και ένα εργοστάσιο χτίζουν,
τη διατροφή για να ορίζουν.
Το βασιλιά μας φυλακίζουν!

Νούμερο 10 έχει στο πέτο
ο Γιγαντόκαρδος – πακέτο.

Στης πόλης την ωραία πλατεία
συγκέντρωση κάνουν στις 1,
να μοιάζει με ψηφοφορία.
Τα ΟΧΙ των κατοίκων κλέβουν
και την υγεία τους νοθεύουν.

Από εκείνη τη στιγμή
η πόλη έχει παραδοθεί.

Το πρωινό, το κολατσιό
το δείπνο, το μεσημεριανό,
ό,τι κι αν τρώνε, είναι στεγνό,
άγευστο, κρύο, βαρετό,
γιατί είναι πακετοφαγητό.

Τη λυγερή κορμοστασιά
χάνουν μεγάλοι και παιδιά.

Ευθύς πετούν τις κατσαρόλες.
Αδειάζουν οι κουζίνες όλες!
Κανένας πια δεν μαγειρεύει
και η ζωή δεν νοστιμεύει.
Η όρεξη δεν περισσεύει.

Μία μόνο γεύση επικρατεί,
αυτή που μοιάζει πλαστική.

Παχαίνουν όλα τα παιδιά:
άνετα δεν μπορούν να παίξουν,
γρήγορα δεν μπορούν να τρέξουν.
Φεύγει απ’ τα μάγουλα το χρώμα
και το χαμόγελο απ’ το στόμα.

Τότε ο Ζιζάνιος πεισμώνει,
το βασιλιά ελευθερώνει.

Μαζί κρυφά τα συζητούν,
με τα παιδιά επαναστατούν,
κάνουν αντίσταση, νικούν.
Να! Στα σκουπίδια ένα σωρό
πακετοφαγητά βουνό!

Ψιτ! Από εδώ, Μις Κονσερβίτα!
Θέλεις σαλάτα ή μήπως πίτα;

Απ’ το κακό τους σκάνε οι ξένοι.
Μόλις πολλοί γίνονται οι λίγοι,
το σκάνε, όπου φύγει φύγει!
Μίστερ Φαστ Φούντιε και Σία
τελείωσε η κοροϊδία!

Ο Γιγαντόκαρδος επιστρέφει
κι η πόλη του ξανά τον στέφει.

Κάθε κοιλιά πανηγυρίζει
που τρώει γεμιστά με ρύζι
και με λαδάκι τα ραντίζει.
Ζήτω οι φακές, τα κρεμμυδάκια,
τα μπρόκολα και τα σπανάκια!

Ψιτ, Κονσερβίτα, από εκεί!
Κερνάμε σήμερα γιαχνί!

Αχ, πως μαράζωσε! Την είδες;
Γέμισε ζάρες και ρυτίδες!
Μες στα γεμάτα τσουβαλάκια
αντί για γνήσια σποράκια
βρήκε φελούς και χαλικάκια.

Από τη μύτη τη γαμψή
πιάνεται το έξυπνο πουλί!

Ζιζάνιε, πειραχτηράκι,
έδειξες θάρρος κι εξυπνάδα
κι επέστρεψε η φασολάδα
στο καθημερινό μενού,
με φαντασία και με νου.

Φρούτα, λαχανικά στην τσάντα,
ΚΟΚΚΙΝΑ ΜΑΓΟΥΛΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ!