Απόψε θα σας αφηγηθώ το ταξίδι που έκανα διαβάζοντας το βιβλίο “Τα δύσκολα να τα κοιτάς στα μάτια”, με λόγια και εικόνες.
Πήρα ένα μονοπάτι που δεν ήξερα που θα με βγάλει. Αν θα είναι ανηφορικό ή κατηφορικό, δύσβατο ή καλοβάδιστο. Αν θα κρύβει κινδύνους, άγρια θηρία, ευτυχείς συναντήσεις και συγκυρίες, ή κακοτοπιές και κακουχίες. Άλλοτε πατούσα χώμα, στέρεη γη. Άλλοτε κυλούσα σε μια νεροσυρμή. Πότε ήπια και σιγανά και πότε ατίθασα κι ορμητικά. Πότε ως καλοτάξιδο πλεούμενο και πότε ως σκαρί ποντισμένο στα βαθιά.
Κάποιες φορές σκάλωνα στα λόγια και στα έργα των ανθρώπων. Μπερδευόμουν. Πότε με χάραζαν οι μυτερές γωνίες των τριγωνικών τους απαιτήσεων. Πότε με λείαιναν οι αδυσώπητα τετράγωνες εξουσίες τους. Πότε με περιόριζαν οι ορθογώνιες παραλληλόγραμμες αντεγκλήσεις τους. Πότε με ζάλιζαν οι κυκλικές αυτοαναφορές τους.
Αγωνιζόμουν να συναντήσω όχι απλούς ανθρώπους αλλά Συνανθρώπους. Να συνομιλήσουμε, να συμφωνήσουμε, να συνεργαστούμε στην καλλιέργεια της άυλης και υλικής τροφής μας, στην ανάδυση της ζωής μας. Να συνδράμουμε ο ένας τον άλλο στη συγκομιδή. Να συναινέσουμε στο ακριβοδίκαιο μοίρασμα της σοδειάς προς όφελος όλων.
Μα ήταν δύσκολο. Έργο τιτάνιο. Αναζητούσα με λαχτάρα Πρόσωπα και έβρισκα προσωπεία. Μάσκες παντού. Στα σοβαρά και στα αστεία.
Άλλοι ζούσαν με τις λέξεις και άλλοι για τους αριθμούς.
Άλλοι, για να παρηγορηθούν, κατέφευγαν σε κόσμους μαγικούς, φανταστικούς.
Άλλοι επέλεγαν την οδό της μοναξιάς.
Άλλοι οχυρώνονταν μέσα σ’ ένα κάστρο βίας και θυμού.
Άλλοι παραδίδονταν ψυχή τε και σώματι στα δαιμόνια.
Άλλοι το έσκαγαν για τόπους με περισσότερη ζεστασιά και θαλπωρή, αλλά μόνο μαζί με όσους τους έμοιαζαν πολύ. Είχε μια κάποια ασφάλεια αυτή η επιλογή.
Άλλοι έκαναν υπομονή. Κι αποταμίευαν σταλαγματιά σταλαγματιά, φασούλι το φασούλι, ελπίδα και στοργή από της τέχνης τον αστείρευτο κρουνό.
Άλλοι παρίσταναν τ’ ανέμελα παιδιά. Κρυμμένοι στο μικρόκοσμό τους, στη ζαχαρένια τους σπηλιά.
Άλλοι κοιτούσαν συνεχώς ψηλά, ψάχνοντας για αγγέλους. Λες και θα ήταν ποτέ δυνατό να πετάξουν με δανεικά φτερά.
Άλλοι ανταγωνίζονταν με επιμονή θνητούς και θεούς, υφαίνοντας ύβρεις, κλαυθμούς και κοπετούς.
Τους έβλεπα όλους σκυμμένους και καθρεφτισμένους με αφοσίωση στο δικό του ο καθένας μαγκανοπήγαδο και οργιζόμουν, αγανακτούσα. Άλλοτε το έλεγα κι άλλοτε σιωπούσα.
Μετά λυπόμουν. Ένιωθα ντροπή και ενοχές. Με έζωναν οι φόβοι, η αγωνία και η θλίψη. Μάταια έψαχνα γι’ αγάπη και χαρά.
Για μια φωλιά γεμάτη χρώμα, ζεστασιά και συντροφιά.
Για μια παλάμη ανοικτή που θα μου προσφέρει δίχως δεύτερη σκέψη το φεγγάρι.
Για μια μπουκιά κουλούρι όταν πεινάσω στα ψηλά, ή στα χαμηλά, όπου πετάξω και βρεθώ.
Για μια κυρά παραμυθού, γιαγιά σοφή, που θα μου δείξει πως μαζεύεις νοστιμιά για να μπολιάσεις κάθε πολύτιμη κι ανεπανάληπτη στιγμή.
Για ένα παράθυρο με θάλασσα, μ’ ουρανό, με προστασία γήινη και μ’ όνειρο λευκότατο, πλεκτό. Εργόχειρο ανεκτίμητο, παλιό.
Ώσπου έπαψα να ματαιοπονώ, ψάχνοντας στα μεγάλα, στα μακρινά, στα ιδανικά. Έκανα στάση στα μικρά, στα κοντινά, στα ταπεινά. Και είδα. Είδα ομορφιά στη συμμετρία και χορούς κυκλωτικούς σε υπέροχους ανθούς.
Διάβασα μύθους και ιστορίες μιας αλφαβήτας ανεξάντλητης.
Θαύμασα το ευαίσθητο φυντάνι πλάι στον στιβαρό του πρόγονο, καθώς φύονταν και μεγάλωναν μονοιασμένοι μα κι αυτόνομοι, λουσμένοι από φως.
Είδα να ξεφυτρώνει απροσδόκητα Ανθρωπόμορφη η Ζωή.
Είδα συντρόφους να μοιράζονται τη θέα μιας αλλιώτικης, υπερκόσμιας φυγής.
Είδα πορείες μοναχικές, βράχο το βράχο, προς τη σηματωρό αγκαλιά.
Είδα συνθέσεις που αγαπάει κάθε Θεός. Με χέρια σαν αμπελόφυλλα ζωογόνα, ίδια με σπείρες αστραποβολούσες και ζευγαρωτά φτερά. Με τα παιχνίδια της αγάπης στην παγκόσμια σκηνή. Σ’ αυτή που παίζουμε στ’ αλήθεια όλοι μαζί.
Εκεί τα δύσκολα πάντα στα μάτια τα κοιτάς. Με φως φανάρι. Και με ουράνια, παλλόμενη καρδιά.
Το μικρό μου βασιλιά εκεί ήξερα από πάντα πως θα βρω.
Μ’ ένα βιβλίο στο προσκεφάλι, όπως αυτό.
Και τότε ολάνθιστη ξανά θα γεννηθώ.
Μέχρι τ’ αστέρια πάλι για να πορευτώ. Και να σωθώ.