Όνειρα θαλασσινά στου Ιούνη την ποδιά…

Αυτές οι μέρες είναι της θάλασσας. Της βαθιάς, της απέραντης, της οικείας μα και της ανεξερεύνητης. Του κόσμου των νερών και των υγρών αναπνοών. Των μαγευτικών και συχνά αλλόκοτων πλασμάτων των βυθών.  Έχουμε πολλά να πούμε, να σκεφτούμε, να αναρωτηθούμε, να θαυμάσουμε. Έχουμε πολλά για να απορήσουμε και να προβληματιστούμε, να αγανακτήσουμε, να αποφασίσουμε, να δράσουμε και καθόλου να μην αδιαφορήσουμε. Αλλά και να παίξουμε, να γελάσουμε, να δημιουργήσουμε, καινούργιες ιστορίες να φτιάξουμε!

Να οι αφίσες μας! «S.O.S.τε τις ΘΑΛΑΣΣΕΣ!». Διαβάζουμε από το βιβλίο «Εδώ Προνήπιο!» της κυρίας μας τα παράπονα των θαλάσσιων πλασμάτων. Απόβλητα, σκουπίδια, πετρελαιοκηλίδες, υπεραλίευση, ρύπανση, μόλυνση, ευτροφισμός, ζώα που απειλούνται με εξαφάνιση, καταστροφή των ακτών για να χτιστούν τεράστια ξενοδοχεία και να τοποθετηθούν χιλιάδες ομπρέλες και ξαπλώστρες στις αμμουδιές, επειδή οι άνθρωποι δεν χορταίνουν με τίποτα…Κάποια δύστυχα ζώα χάνουν τη ζωή τους, τραυματίζονται, τυφλώνονται, ακρωτηριάζονται. Τι γίνεται, όμως, μετά; Πόσο θα αντέξει η φύση αυτήν την απαράδεκτη συμπεριφορά μας;

Διαβάζουμε πολλά βιβλία σχετικά με τη θάλασσα και τα πλάσματά της. Για παράδειγμα, το «Ωχ χταπόδι, λάθος πόδι!». Ο Γιάννος το χταπόδι, του φίλου μας του Αντώνη Παπαθεοδούλου, είναι φοβερός και ακούραστος δουλευταράς. Κάθε του πόδι και άλλη δουλειά. Αλλά κάποιες φορές μπερδεύει τα μπούτια του, εεε τα πλοκάμια του και κάθε φίλος του τότε γελά. Γιατί ξέρει πως δεν το ήθελε και δεν το παίρνει στα σοβαρά. Αλλά έχει και η κυρία μας μία φίλη χταπόδι, τη Βέρα τη Χταποβίδα, που της την έπλεξε μια καλή της φίλη, η Μαρία…

Ωστόσο η Βέρα η Χταποβίδα

δεν δουλεύει πουθενά.

Τα οκτώ της τα πλοκάμια

που είναι στριφογυριστά,

ούτε λεπτό δεν τα κουράζει.

Τα έχει πάντα αραχτά.

Μόνο τρελούτσικες ιδέες

βιδώνει σ’ όλα τα μυαλά!

– Μπορείτε να σκεφτείτε και να μου πείτε μερικές;

– Τρελούτσικες ιδέες σαν κι αυτές που θες,

εμείς, καλέ κυρία, έχουμε πολλές!

– Να πηγαίνουν σχολείο ο μπαμπάς κι η μαμά

κι εγώ να ξαπλώνω χαλαρά τα πρωινά.

– Να κοιμάμαι όσο θέλω όλα τα πρωινά

και στην ώρα μου πάλι να είμαι στη δουλειά!

– Όταν πάω σχολείο να κοιμάμαι στο μάθημα

και να ξυπνάω μόνο για να παίζω στο διάλειμμα.

Κι η κυρία να φωνάζει «Έλα Γιώργο, Έλα Γιώργο,

κάνε μας ξανά τον μεγάλο υπναρά!».

– Να πάω ένα πρωί στη δουλειά του μπαμπά

να τους πάρω όλους από τα γραφεία ξαφνικά

και να πάμε για κούνιες στην παιδική χαρά!

– Να κοιμάμαι τη μέρα, να είμαι ξύπνιος το βράδυ,

να κάνω ποδήλατο κάτω απ’ τ’ αστέρια

και ν’ αφήνω που και που το τιμόνι απ’ τα χέρια.

– Να πίνω το γάλα μου για μεσημεριανό,

για μεσημεριανό να τρώω το πρωινό

και να ψαρεύω τσούχτρες για να φάω βραδινό.

– Στου σχολείου την αυλή αντί χορτάρια

να φυτρώνουν διάφορα πολύχρωμα ψάρια!

– Να περπατώ στους δρόμους μόνο με το βρακί

και να καταβρέχομαι στη ζέστη την πολλή!

– Αντί για κουλούρι και χυμό στο πρωινό

να τρώω κάθε μέρα τρεις μπάλες παγωτό.

– Να γίνουν μωράκια ο μπαμπάς κι η μαμά

κι εγώ να ’μαι μεγάλη, σα μαμά και γιαγιά!

– Θα σας πω και εγώ μια τρελούτσικη ιδέα

που όταν νιώθω μοναξιά, μου κάνει παρέα:

Να γινόταν η θάλασσα, λέει, στεριά

κι η στεριά αυτή να έβγαζε, λέει, φτερά.

Να μας είχε στην πλάτη της μεγάλους, παιδιά,

να πετούσαμε αντάμα ψηλά, πιο ψηλά,

σε μια γη ζαφειρένια σαν πλατιά αγκαλιά,

δίχως πόνο και δάκρυ, μοναχά με χαρά…

– Ξύπνα τώρα, κυρία, το κουδούνι χτυπά.

Συνεχίζουμε τ’ όνειρο όταν μπούμε ξανά…