Αγίου Δημητρίου το ανάγνωσμα…

 

Πολλά πολλά χρόνια πριν, πάνω από 1700, ζούσε στη Θεσσαλονίκη μια οικογένεια που είχε απ’ όλα τα καλά. Είχε κι ένα μονάκριβο γιο που τον ανάτρεφε στα πούπουλα. Τον έλεγαν Δημήτριο. Ήταν άξιο, μελετηρό και γενναίο παλικάρι. Μεγαλώνοντας σπούδασε και έγινε στρατιωτικός. Κι ήταν τόση η αξιοσύνη του, που από πολύ νέος πήρε μεγάλο βαθμό στο στρατό, έγινε χιλίαρχος και όλοι τον θαύμαζαν και τον τιμούσαν.

Την εποχή εκείνη βασιλιάς των Ρωμαίων, αυτοκράτορας όπως λεγόταν, ήταν ο παντοδύναμος Διοκλητιανός. Πίστευε στους παλιούς, αρχαίους θεούς και δεν συμπαθούσε καθόλου τους χριστιανούς, που πίστευαν στο Χριστό και στην Παναγία. Τους θεωρούσε εχθρούς και επικίνδυνους για την εξουσία του. Όταν έμαθε ότι και ο Δημήτριος είχε γίνει χριστιανός, θύμωσε πάρα πολύ. Τον κάλεσε στο παλάτι του και τον διέταξε ν’ απαρνηθεί αυτήν την διαφορετική πίστη και να επιστρέψει στην παλιά. Ο Δημήτριος αρνήθηκε να το κάνει. Απαντώντας με θάρρος στον αυτοκράτορα, υπερασπίστηκε το δικαίωμά του να πιστεύει ελεύθερα στο θεό της επιλογής του. Στο θεό που μιλούσε στην καρδιά του. Τότε ο αυτοκράτορας ξέχασε την εκτίμηση και το θαυμασμό που του είχε και διέταξε να τον κλείσουν μέσα σε μια σκοτεινή και υγρή φυλακή. Σκέφτηκε ότι η φυλακή θα τον έκανε γρήγορα να αλλάξει γνώμη, μια που ήταν συνηθισμένος να ζει μέσα στα πλούτη και τις ανέσεις. Αλλά ο Δημήτριος έμεινε σταθερός στην πίστη του. Και ο καιρός περνούσε…

Μια μέρα, ένας πανύψηλος και πολύ δυνατός Ρωμαίος, που τον έλεγαν Λυαίο, κοκορεύτηκε ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να τον νικήσει στην πάλη. Γυρνούσε στους δρόμους της πόλης, κοροϊδευε τους χριστιανούς και τους προκαλούσε να παλέψουν μαζί του. Αλλά κανένας δεν τολμούσε να τα βάλει μαζί του. Ήταν θεόρατος σα βουνό και είχε μπράτσα ατσαλένια. Μόνο ένα αμούστακο παλικαράκι, ο Νέστορας, δεν μπορούσε να χωνέψει αυτήν την προσβολή. Ντρεπόταν που οι άλλοι χριστιανοί κρύβονταν και λούφαζαν τρομοκρατημένοι από τις φοβέρες του. Αποφάσισε, λοιπόν, να τον αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο. Πρώτα όμως σκέφτηκε να πάει να ζητήσει τη συμβουλή του Δημητρίου, που όλοι ήξεραν πόσο ικανός μαχητής ήταν. Όταν κάλπαζε καμαρωτός πάνω στο κόκκινο άλογό του, ντυμένος με την αστραφτερή πανοπλία του, σαν άγγελος έμοιαζε, σταλμένος από τον ουρανό.

 

Αλλά πως θα έβλεπε το Δημήτριο, που ήταν φυλακισμένος στα ψηλά τα κάστρα; Ο Νέστορας περίμενε να νυχτώσει για τα καλά κι όταν το μισοφέγγαρο κρύφτηκε πίσω από κάτι βαριά, μολυβένια σύννεφα που κυνηγιούνταν στον ουρανό, πλησίασε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και πέταξε δυο τρία μικρά πετραδάκια στο παραθυράκι της φυλακής του Δημήτριου. Ευτυχώς, ήταν ανοιχτό. Τσακα τσουκ, έκαναν τα πετραδάκια πέφτοντας στο χωματένιο δάπεδο της φυλακής. Σηκώθηκε ο Δημήτριος από τη γωνιά του και πλησίασε να δει τι συμβαίνει. Στην αρχή δεν είδε τίποτα. Τον εμπόδιζε το σκοτάδι και τα μάτια του ήταν κουρασμένα από το λιγοστό φαγητό που του έφερναν οι δεσμοφύλακες και από το συνεχές ημίφως της φυλακής του. Μετά, μια σκιά κουνήθηκε στην άκρη του τοίχου και μια φωνή τρεμάμενη ακούστηκε να του λέει:

– Νέστορα με λένε, άρχοντα Δημήτριε. Πιστεύω στο Χριστό, όπως κι εσύ και αποφάσισα να βγω να παλέψω με το γίγαντα Λυαίο αύριο. Δεν αντέχω να κοροϊδεύει την πίστη μας. Δεν το σηκώνει η καρδιά μου. Μα φοβάμαι κιόλας, τ’ ομολογώ. Αν δεν τα καταφέρω να τον νικήσω, τι θα συμβεί; Με μεγαλύτερη μανία θα στραφεί ο αυτοκράτορας εναντίον μας. Για τη ζωή μου δεν με νοιάζει, είμαι έτοιμος για όλα. Όμως ανησυχώ μήπως εξαιτίας μου βρει μεγαλύτερο κακό τους υπόλοιπους χριστιανούς. Πως μπορώ να σηκώσω τέτοια ευθύνη;, είπε ο Νέστορας και έσκυψε το κεφάλι συνεσταλμένα. Με φουρτουνιασμένο πέλαγο έμοιαζε το μυαλό του εκείνη την κρίσιμη ώρα. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, ποιο ήταν το σωστό. Φοβόταν το λάθος…

 

– Δεν είναι θεριό ανίκητο, ο Λυαίος, Νέστορα. Ένας άνθρωπος μπερδεμένος είναι και γι’ αυτό ίσως περισσότερο αδύναμος από μας. Γι’ αυτό έκανε βασιλιά του το θυμό και θεό του τη δύναμη των όπλων και με αυτήν πορεύεται στην άχαρη ζωή του. Μονάχα ένα θα σου πω. Αν πιστεύεις στη δύναμη της αγάπης, προχώρα, μη φοβάσαι τίποτα, του απάντησε ο Δημήτριος και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια. Ο Νέστορας ένιωσε ένα απαλό φως να τον περιβάλλει, το μυαλό του γαλήνεψε και η καρδιά του γλύκανε. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν υπήρχε κανείς τριγύρω, σκαρφάλωσε προσεκτικά σε μια γέρικη ροδιά που ήταν φυτρωμένη σχεδόν κολλητά στα τοιχώματα του κάστρου κι έφτασε μέχρι το παραθυράκι της φυλακής. Ο Δημήτριος άπλωσε το χέρι του μέσα από τα σκουριασμένα κάγκελα και τον χάιδεψε στοργικά στο κεφάλι. Φτερούγες ένιωσε να φυτρώνουν στην πλάτη του ο Νέστορας και μια δύναμη ακατανίκητη πλημμύρισε όλο του το είναι.

– Σ’ ευχαριστώ, Δημήτριε…ψέλλισε συγκινημένος.

– Ευλογημένος να είσαι, παιδί μου. Και πάντα στο πλευρό της Αγάπης…του απάντησε ο Δημήτριος.

Την επόμενη ημέρα βούιξε ολόκληρη η Θεσσαλονίκη. Τα μάθατε; Τα μάθατε; Νίκησε ο μικρός ο Νέστορας το γίγαντα Λυαίο! Θαύμα, σας λέω, θαύμα! Ποιος να το περίμενε; Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία από στόμα σε στόμα και όλοι οι χριστιανοί έκαναν το σταυρό τους. Μα κι όσοι δεν ήταν χριστιανοί κατά βάθος θαύμασαν και παραδέχτηκαν πως στη ζωή τίποτα ανθρώπινο δεν είναι σταθερό κι αιώνιο, έχει ο καιρός γυρίσματα. Και πως κάτι άλλαζε στον κόσμο με αυτήν τη νέα πίστη…Τ’ άκουσε και ο Δημήτριος στη φυλακή του και χαμογέλασε. Χαρά και πίκρα ζωγράφιζαν ταυτόχρονα αυτό του το χαμόγελο. Χαρά για τη νίκη της Αγάπης του Χριστού. Και πίκρα γιατί ψυχανεμίστηκε πως έφτανε κι η δική του ώρα να την υπηρετήσει.

Και πραγματικά, ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός δεν μπόρεσε να αποδεχτεί τη νίκη του μικρού κι ασήμαντου -όπως πίστευε- Νέστορα έναντι του μέχρι τότε ανίκητου Λυαίου. Και χρησιμοποίησε τη δική του ισχύ, αυτήν της βίας και των όπλων, για να την ακυρώσει. Διέταξε να θανατωθούν τόσο ο Νέστορας όσο και ο Δημήτριος που τον βοήθησε. Έτσι κι έγινε.

Όμως η αγάπη δεν γνωρίζει θάνατο. Οι ψυχές των δύο νέων έγιναν φως ιλαρόν που μας ζεσταίνει μέχρι σήμερα. Ο Άγιος Δημήτριος εξακολουθεί να καλπάζει Μυροβλήτης και ακούραστος στο περήφανο κόκκινο άτι του. Ο Νέστορας τον καμαρώνει. Και κάθε 26 του Οκτώβρη εκατοντάδες αγόρια, κορίτσια, άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας γιορτάζουν. Και μαζί του η Θεσσαλονίκη, η Νύμφη του Βορρά και πολλές ακόμη άλλες πόλεις σε όλη την Ελλάδα. Γι’ αυτό κάθε τέτοια μέρα στις εκκλησίες αντηχούν αυτά τα υπέροχα ελληνικά: Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις, σὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα, οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.