Περιπέτεια στο Οριάν Εξπρές!

Επεισόδιο 2ο: Η έρευνα αρχίζει από το βαγκόν ρεστοράν…

– «Δέσε σωστά την…προπέλα, γιατί αν εμφανιστείς στο βαγκόν ρεστοράν έτσι, αντί για το ροζμπίφ θα φάνε εμάς με τα μάτια! Και άντε μετά να πείσουμε ότι ταξιδεύουμε ιγκόγκνιτο», είπε η Βαγγελίτσα, καθώς στραβολαίμιαζε για να κουμπώσει το μαύρο βραδυνό της φόρεμα. Ο Κωστάκης κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και διόρθωσε το παπιγιόν του, που η αλήθεια ήταν ότι τον στένευε και τον ταλαιπωρούσε. Μία ανήσυχη σκέψη τριγύριζε από ώρα στο μυαλό του, αλλά δεν τόλμησε να την πει φωναχτά: πως θα κατάπινε τις μεγάλες μπουκιές με το παπιγιόν να του σφίγγει το λαρύγγι;

Όταν οι δύο αχώριστοι ντεντέκτιβ εμφανίστηκαν στο βαγκόν ρεστοράν, είχε ήδη σερβιριστεί το πρώτο πιάτο. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα με κυρίες και κυρίους ντυμένους με την τελευταία λέξη της μόδας, στολισμένους με εντυπωσιακά κοσμήματα και αρωματισμένους με πανάκριβα γαλλικά αρώματα. Ακόμη και τα παιδιά ήταν ντυμένα με τα πιο σικ ρούχα και κάθονταν ήσυχα σαν κοτοπουλάκια, εκεί όπου τα είχαν τοποθετήσει οι μητέρες τους.orient-express

– «Η κόμισα Ροζελάι δεν φαίνεται πουθενά», ψιθύρισε η Βαγγελίτσα στον Κωστάκη.

– «Υποθέτω ότι θα αρχίσουμε την έρευνα μετά το δείπνο, έτσι αρχηγέ; Νηστικός μυστικός, ίσον κουφός και τυφλός!», απάντησε στον ίδιο τόνο εκείνος.

– «Πήγαινε να καθίσεις δίπλα στον κόμη Κάρλος Καταβρέχτον και προσπάθησε να του αποσπάσεις πληροφορίες για την κατάσταση της συζύγου του. Εγώ θα πιάσω κουβέντα με τις κυρίες κι ελπίζω όλο και κάτι χρήσιμο να καταφέρω να μάθω. Και μην μπουκωθείς με τις σάλτσες, Κωστάκη!», είπε η Βαγγελίτσα με βλέμμα που δεν σήκωνε αντίρρηση.

Έτσι κι έγινε. Ενώ τα δύο λαγωνικά του αστυνομικού ρεπορτάζ εφάρμοζαν όλα τα ακαταμάχητα κόλπα τους, το Οριάν Εξπρές έφτανε στο Στρασβούργο. Η κίνηση στο σταθμό θύμιζε μυρμηγκοφωλιά στις μεγάλες της φούριες: αχθοφόροι μετέφεραν μπαούλα, βαλίτσες και κάθε λογής δέματα με τα τροχήλατα καρότσια τους, κόσμος πηγαινοερχόταν βιαστικός, πιτσιρίκια τραβούσαν τις φούστες των μαμάδων τους για να τους αγοράσουν μπονμπόν*, και φιστίκια από τους πλανόδιους μικροπωλητές, οι σταθμάρχες και οι υπάλληλοι της σιδηροδρομικής εταιρείας έτρεχαν από το ένα βαγόνι στο άλλο ανταλλάσσοντας νέα και οδηγίες. Καινούργιες προμήθειες σε εκλεκτά φαγητά και ποτά φορτώνονταν στα βαγόνια-αποθήκες της αστραφτερής αμαξοστοιχίας, ενώ οι καλοταϊσμένοι επιβάτες της απολάμβαναν τον καφέ τους, διάβαζαν τις εφημερίδες τους ή έπαιζαν μια παρτίδα σκάκι, ρίχνοντας που και που μια βαριεστημένη ματιά από τα παράθυρα των βαγονιών τους στην πυρετώδη κίνηση του σταθμού. Η ορχήστρα έπαιζε γνωστές μελωδίες, προσκαλώντας όσους ήθελαν να επιδείξουν τις χορευτικές τους ικανότητες, να στροβιλιστούν στους ρυθμούς της: ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να…χωνέψουν ευκολότερα τις λιχουδιές που πριν λίγο είχαν, με αρκετό τακτ ομολογουμένως, καταβροχθίσει!train708_davidhoton_belmond

Όταν το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα, το Οριάν Εξπρές είχε ήδη αναχωρήσει για τον επόμενο σταθμό του, το Μόναχο. Μία σκιά που μάλλον τρέκλιζε, χτύπησε συνθηματικά την πόρτα του διαμερίσματος 2, στο βαγόνι 4. Πρώτα τρία συνεχόμενα χτυπήματα, μετά παύση, μετά ένα μόνο του: τοκ-τοκ-τοκ…τοκ.

– «Αντρέ βου*!», ακούστηκε επιφυλακτική μια φωνή από μέσα.

– «Δεν είμαι ο Αντρέας, Βαγγελίτσα, ο Κωστάκης είμαι, χικ! Άνοιξέ μου, γιατί η κλειδαριά χοροπηδάει και δεν μπορεί να την τσακώσει το κλειδί, χικ!».

Η Βαγγελίτσα άνοιξε την πόρτα του βαγονιού συνοφρυωμένη. Ο βοηθός της είχε μάγουλα κόκκινα σαν παντζάρια και το παπιγιόν του κρεμόταν από την τσέπη του κατατσαλακωμένου φράκου του.

– «Τι χάλια είναι αυτά, Κωστάκη; Σίγουρα κατάφερες να περάσεις απαρατήρητος!».

– «Αποστολή εξετελέσθη, αρχηγέ, χικ! Ο κόμης Καταβρέχτον μιλάει πολύ, όταν τον κεράσεις ένα δυο ποτηράκια καλή γαλλική σαμπάνια, χικ!», τραύλισε ο Κωστάκης και σωριάστηκε στο μαλακό κρεβάτι.

– «Τι έμαθες, λοιπόν; Εγώ το μόνο που κατάφερα να αποσπάσω από τις κυρίες ήταν διάφορα κουτσομπολιά για την κόμισσα Ροζελάι: ότι είναι μανιώδης συλλέκτρια νυχτικών, ότι αποφεύγει τα πλήθη γιατί μυρίζουν ποδαρίλα κι ότι γνώρισε τον άντρα της σε ιππικούς αγώνες και ερωτεύτηκε το…άλογό του!», είπε η Βαγγελίτσα κοιτώντας τις σημειώσεις της.Orient_Express-7

Ο Κωστάκης φόρεσε με κόπο τις μεταξωτές πιτζάμες του κι έριξε νερό στο πρόσωπό του, πιτσιλώντας μέσα έξω τον κατάλευκο πορσελάνινο νιπτήρα. Αφού ήπιε μονορούφι ένα ποτήρι βυσσινάδα από την κανάτα με τα ανάγλυφα παγόνια, χώθηκε στα πουπουλένια σκεπάσματα και είπε:

– «Ο αγαπητός μας κόμης είναι πολύ καλοφαγάς! Και τι δε δοκιμάσαμε! Στο τέλος καλέσαμε στο τραπέζι μας τον σεφ και του δώσαμε συγχαρητήρια…».

– «Κωστάκη, έλα στο θέμα!».

– «Ουί, ουί*! Ένα πράγμα δεν αντέχει ο κυρ-Καταβρέχτον μας: την ατελείωτη γκρίνια της κόμισσας, που το ένα της βρωμάει, το άλλο της ξινίζει και μια ζωή κάνει αυστηρή δίαιτα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί: αν την δεις, είναι σαν οδοντογλυφίδα!».

– «Κωστάκη!!!».

– «Παρντόν, μαντεμουαζέλ! Η κόμισσα δεν εμφανίστηκε χτες στο δείπνο, γιατί ήταν, λέει, αδιάθετη: κάθεται ξαπλωμένη στο πολυτελές βαγόνι της, όλο μυξοκλαίει, «μον ντιε, κελ καταστρόφ!*», και μυρίζει μαντηλάκια ραντισμένα με κολώνια «πτι φλερρρ*». Και φυσικά βασανίζει την καμαριέρα της, αλλάζοντας κάθε μισάωρο νυχτικό από την τεράστια συλλογή της. Οι κακές γλώσσες λένε ότι την κουβαλάει πάντα μαζί της, σε δεκαοχτώ μπαούλα από ξύλο καρυδιάς! Θεόμουρλη, σου λέω! Τι να κάνει κι ο δυστυχής σύζυγος; Πνίγει τον πόνο του στα κοκκινιστά μπριζολάκια και στις πένες α λα κρεμ! Και τώρα, Βαγγελίτσα, όνειρα γλυκά. Νομίζω, χμμ, ότι σήμερα φάγαμε γερή δόση από μυστήριο. Κι αύριο μέρα είναι!», είπε ο Κωστάκης, γύρισε από το άλλο πλευρό κι αποκοιμήθηκε στο λεπτό.Murder-on-the-Orient-Express

Η Βαγγελίτσα βυθίστηκε σε σκέψεις. Μα τι λόγο είχε η κόμισα να κλειστεί στο βαγόνι της και να μην απολαμβάνει την πραγματικά μοναδική εμπειρία του ταξιδιού με το Οριάν Εξπρές; Μήπως φοβόταν κάτι; Και πως ήταν δυνατό ο σύζυγός της να μη δίνει δεκάρα για την αρρώστεια της; Κάτι δεν της πήγαινε καλά σε αυτήν την ιστορία. Είχαν, ωστόσο, αρκετό χρόνο ακόμη, για να διαλευκάνουν το μυστήριο.

(συνεχίζεται)