Προφητεία, Όνειρο, Αγάπης Φυλαχτό

Προφητεία

Έστειλε ο άνεμος φωτιά και δίψα για ταξίδι
κι εσένα για να μου κρατάς τσ’ αγάπης αντικλείδι.

Κι άχνιζε η πλάση ολόγυρα, στενάζανε τ’ αμπέλια
και τα τζιτζίκια αλώνιζαν στων πλατανιών τα τέλια.

Στης πόλης τα διαζώματα, πέρα στους καταρράκτες
μια γερακίνα απάντησα να κάθεται στις στάχτες.

Μπροστά της κοντοστάθηκα, με κοίταξε στα μάτια.
Κι είχε τα μάτια ολόχρυσα, σαράντα δυο καράτια.

– Πες μου κυρά και μάντισσα κι αφέντρα της γενιάς μου,
ποια μάγια έχουν χρεωθεί τα φύλλα της καρδιάς μου;

Γιάντα ν’ ανοιγοκλείνουνε καθώς οι Συμπληγάδες,
μακριά τους ν’ αποδιώχνουνε πεζούς κι αρμενιστάδες;

Τότες εκείνη έσκυψε βαθιά στον εαυτό της
και δίχως να μου χαριστεί, είπε τον οιωνό της.

Μ’ έβαλε να καθρεφτιστώ μες σε νερά βελούδα
κι είδα κουκούλι ολόλευκο με νύμφη πεταλούδα.

Μα είχε τις αμπάρες του πολύ σφιχτά πλεγμένες,
και τις λιανές φτερούγες της στους κόμπους μαγκωμένες.

Κι από τη ζέστα την πολλή και της φωλιάς το μέλι,
να λησμονήσει κόντευε η άμοιρη ίντα θέλει.

Κι ενώ ποθούσε απ’ το κλουβί ετούτο να το σκάσει,
φοβότανε να κουνηθεί, μην τύχει και το σπάσει.

Τις νύχτες μόνο, που ’βγαινε τ’ ολόγιομο φεγγάρι,
έσταζε απ’ την καρδούλα της ατόφιο κεχριμπάρι.

Όπου άγγιζε κάτω στη γης, φύτρωνε πικροδάφνη.
Κι αν σκόρπιζε στον ουρανό, γινόταν στάλες πάχνη.

Ωσότου αγγελοσκιάχτηκε μια νύχτα, απελπισμένη
κι απ’ το πολύ το τίποτα διάλεξε να προσμένει.

Έλυσε κάτω τα μαλλιά, στη χούφτα πήρε πέτρα
και των προγόνων τις βουλές με τη σειρά εμέτρα.

Η πρώτη του νιογέννητου παιδιού ήταν ο τρόμος,
όταν μπροστά του ξαφνικά απλώσει νέος δρόμος.

Η δεύτερη του έφηβου η άσβεστη λαχτάρα
να σπαταλήσει τη ζωή στου ονείρου την αντάρα.

Κι η τρίτη, η βαρύτερη, η προσταγή της φύσης,
που σ’ ορμηνεύει: πρόσεχε ποια στράτα θα τραβήξεις.

Ταξίδι απρόβλεπτο η ζωή, κάνει όπου θέλεις στάση
μ’ αν τη ζορίσεις, εύκολο το ’χει να σε χαλάσει.Manteio_Trofoneiou

Όνειρο

Πιάνω μολύβι και χαρτί στ’ όνειρο να μιλήσω
κι απ’ το πολύ το πιότερο, καρδιά μου, να ζητήσω.

Αγριεύει ο κόσμος κι ο καιρός σα λέοντας βρυχιέται,
τι με τ’ αγκάθι στην πληγή ξυπνά κι αποκοιμιέται.

Μα τ’ όνειρο σκορπίζεται παντού σαν τροβαδούρος,
ένα χαμίνι που περνά για βασιλιάς Αρθούρος.

Κι έχει αντί για βλέφαρα θηλιές ζαχαρωμένες
κι αντί για φρύδια δυο ξανθές γοργόνες πλαγιασμένες.

Έχει και δυο βεζίρηδες στα μαύρα του τα μάτια.
Διπλοσταυρώνουν τα σπαθιά, με κάνουνε κομμάτια.

Πιάνομαι, φως μου, απ’ τις θηλιές να στηριχτώ λιγάκι,
μα με λιγώνει η ζάχαρη και σβήνω απ’ το μεράκι.

Κάνω ν’ ανέβω στα ψηλά, θυμώνουν οι γοργόνες.
Του ονείρου αυτοκράτειρες να μένουν θέλουν μόνες.

Τους δυο βεζίρηδες ζητώ να βρω στα μαύρα κάστρα,
μ’ αυτοί μεγαλοπιάνονται, τάχα διαβάζουν τ’ άστρα.

Σκοντάφτω και κουτρουβαλώ ξάφνου σ’ ένα πηγάδι
κι ένα αγγελούδι συναντώ να ρίχνει παραγάδι.

– Πες μου, καλό μου κι ακριβό κι ολόδροσό μου στόμα:
Έχω χαθεί στα Τάρταρα, ή ζωντανή είμ’ ακόμα;

Ορίζω την ανάσα μου, το σώμα, την ψυχή μου,
ή μήπως με λησμόνησαν οι φίλοι κι οι δικοί μου;

– Μη με θαρρείς αγερικό, δεν είμαι οπτασία,
ούτε και πλάσμα μαγικό που φτιάχνει η φαντασία.

Μόν’ είμαι ενός φιλιού παιδί, μιας αγκαλιάς εγγόνι.
Κρινάκι μες στην έρημο, του απείρου χελιδόνι.

Εδώ κάτω που ξέπεσες, με μένα έχεις να κάνεις.
Μαζί μου θε ν’ αναστηθείς, χώρια μου αφού πεθάνεις.

Αυτά είπε με κορυδαλλού φωνή και γερακίνας όψη
κι έρημη με παράτησε στου ξυραφιού την κόψη.

Φιλί να ονειρεύομαι που δίνει τον εαυτό του,
μονάχα όταν λυτρωθεί απ’ τον ξενιτεμό του.over-the-town-1918-marc-chagall

Μαρκ Σαγκάλ, Πάνω απ’ την πόλη.

Αγάπης Φυλαχτό

Σ’ ένα πλατάνι φυλαχτό παλιό σου ‘χω κρεμάσει.
Χυμάει αητός από ψηλά στα νύχια να το πιάσει.
Μα μπλέκει τις φτερούγες του στα φουντωτά κλαδιά του
και με πληγές αγιάτρευτες κουρνιάζει στη φωλιά του.
Να σκαρφαλώσει πολεμάει του λόγγου το τσακάλι,
μα είναι βαρύ, δεν το βαστά του πλάτανου η μασχάλη.
Γλυστράει, πέφτει στα ριζά, ραγίζουν τα πλευρά του
και μες στη μάνητα γυρνά άπρακτο στα παιδιά του.
Όχεντρα φτάνει πλουμιστή, τη γλώσσα της του δείχνει
και το φαρμάκι της καυτό στις φλέβες του το ρίχνει.
Αλλά προφταίνω, αγάπη μου, γίνομαι εγώ πλατάνι,
γιατί για σένα άλλος κανείς δεν στέκει να πεθάνει.
Κοιμήσου, φως μου, ήσυχα, το φυλαχτό κρατάει
τον που απ’ αγάπη λύγισε, τίποτα δεν τον σπάει.a-young-girl-defending-herself-against-eros-william-adolphe-bouguereau

William Adolphe Bouguereau, A Young Girl Defending Herself against Eros.