Τραγουδισμένοι κόσμοι

Είμαι το μεγάλο κόκκινο καγκουρό και σας γράφω από τα απέραντα λιβάδια της Αυστραλίας. Συνήθως εσείς οι άνθρωποι μελετάτε εμάς τα ζώα, γράφετε επιστημονικές εργασίες και μας φωτογραφίζετε, ιδιαίτερα όταν είμαστε σπάνια -όπως λέτε- είδη, ή κινδυνεύουμε να εξαφανιστούμε. Αυτή τη φορά, όμως, οι ρόλοι θα αντιστραφούν…Αποφάσισα να σας μιλήσω για μερικούς σπάνιους ανθρώπους, που και αυτοί κινδυνεύουν δυστυχώς να εξαφανιστούν: τους ιθαγενείς Αβορίγινες, αυτόχθονες κατοίκους της Αυστραλίας.

Οι Αβορίγινες πέρασαν από τη Νοτιανατολική Ασία στην Αυστραλία πριν από 50.000 περίπου χρόνια. Βρέθηκαν σε μια άγνωστη χώρα, που το μόνο που είχε να τους προσφέρει ήταν τεράστιες εκτάσεις γης, με μοναδικές στον κόσμο μορφές ζωής. Οι Αβορίγινες, όπως κι εγώ, μαζί με τα άλλα είδη μαρσιποφόρων -το γκρίζο καγκουρό, το καγκουρό-ποντίκι, τα δεντρόβια καγκουρό, τα ουάλαμπι, τα κοάλα, τον γατοτίγρη, το μαρσιποφόρο μυρμηγκοφάγο- και τόσα άλλα ζώα, ερπετά, σαρκοβόρα θηλαστικά, πουλιά και ψάρια, που τα περισσότερα δεν θα τα συναντήσετε σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, ανήκουν στη μεγάλη οικογένεια της Αυστραλιανής ηπείρου, που ονομάζεται και Ωκεανία.

Η Αυστραλία είναι γοητευτικός, αλλά δύσκολος τόπος. Η ζωή των πρώτων της κατοίκων ήταν ένα αδιάκοπο ταξίδι με σκοπό την αναζήτηση της τροφής τους. Κι επειδή όλα τα ταξίδια απαιτούν να έχουμε τις κεραίες μας προτεταμένες για να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους, αλλά και για να γευτούμε τις εκπλήξεις τους, οι Αβορίγινες έγιναν άνθρωποι σοφοί και επομένως ασυνήθιστοι, παράξενοι και…ενοχλητικοί για τους Ευρωπαίους κατακτητές της Αυστραλίας.

Η έλλειψη πλουτοπαραγωγικών πηγών και νερού και οι δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες της Αυστραλίας τους ανάγκασαν να αποβάλλουν από την καθημερινότητά τους ο,τιδήποτε έμοιαζε περιττό ή περίπλοκο, προκειμένου να επιβιώσουν σε περιβάλλον όχι και τόσο φιλικό προς τον άνθρωπο. Έγιναν λαός περιπλανώμενος, ο οποίος έμαθε να συνεργάζεται για το κοινό καλό και να σέβεται με θρησκευτική ευλάβεια τα αγαθά που του παρείχε η φύση -τροφή, νερό και ασφαλές κατάλυμα- ακριβώς επειδή κοπίαζε πολύ για να τα αποκτήσει. Ο νομαδικός τρόπος ζωής του σημάδεψε και την εξέλιξή του στο χρόνο.

Η ανθρώπινη ιστορία μαρτυρά ότι δεν υπάρχει λαός που δεν προσπάθησε να εξηγήσει το πως δημιουργήθηκε αυτός ο κόσμος. Ίσως γιατί για να καταλήξεις κάπου ολοκληρώνοντας με νόημα τον κύκλο της ζωής σου, πρέπει να ξέρεις από που ξεκίνησες. Οι ιθαγενείς Αβορίγινες, ζώντας τόσο κοντά στη φύση, έβαλαν στη μεγάλη ξύλινη γαβάθα της φαντασίας τους στοιχεία από τα τοπία της Αυστραλίας και τις μορφές ζωής που αυτά φιλοξενούσαν, αρχέγονους μύθους και θρησκευτικά σύμβολα και αφού τα ανακάτεψαν με όνειρα και με το αλάθητο ένστικτο της επιβίωσης, έπλασαν μια κοσμοθεωρία εντελώς πρωτότυπη.

Σύμφωνα με αυτήν την κοσμοθεωρία, η Αυστραλία, ο δικός τους δηλαδή κόσμος, δημιουργήθηκε από τα τραγούδια των Προγόνων τους, που έζησαν στην πανάρχαια Εποχή των Ονείρων. Αυτοί οι Πρόγονοι ήταν πλάσματα παράξενα, που ζούσαν στο σκοτάδι, κάτω από την επιφάνεια της γης. Κάποτε, τα πάρα πολύ παλιά χρόνια, ξύπνησαν και αποφάσισαν να βγουν στην επιφάνεια, για να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα. Περιπλανήθηκαν στη χώρα τραγουδώντας και δίνοντας όνομα με τα τραγούδια τους σε ό,τι συναντούσαν στο δρόμο τους, πέτρα, ρυάκι, βουνό, φυτό, ζώο, καιρικό φαινόμενο, ορυκτό. Από όλα αυτά τα φυσικά στοιχεία πήραν κομμάτια, τα έκοψαν, χάραξαν μορφές, τα κόλλησαν σε νέες συνθέσεις και έπλασαν και τους πρώτους ανθρώπους. Έτσι…συναρμολογήθηκε ο κόσμος. Οι Πρόγονοι, αφού ολοκλήρωσαν το έργο τους επέστρεψαν και πάλι στα υπόγεια λημέρια τους, ή μεταμορφώθηκαν σε ζώα και φυτά, συνεχίζοντας τη ζωή τους αιώνια, ως πνεύματα, μέσα από τα σώματα άλλων όντων. Δεν είναι απίθανο κάποτε να ξαναγυρίσουν στη γη με διαφορετικά όνειρα και ίσως τότε ν’ αλλάξει ο κόσμος…

Ολόκληρη η Αυστραλία είναι για τους Αβορίγινες ένας λαβύρινθος από φανταστικά μονοπάτια, τα «Μονοπάτια των Τραγουδιών», ή «Χνάρια των Προγόνων» και καθένας τους αποτελεί ζωντανή συνέχεια της πορείας των Προγόνων. Στις θρησκευτικές τους τελετουργίες «ζωντανεύουν» αυτά τους τα πιστεύω και περνάνε από γενιά σε γενιά το μήνυμα ότι η ζωή και ο θάνατος δεν είναι καταστάσεις αντίθετες και εχθρικές, αλλά αλληλένδετες μεταξύ τους και απαραίτητες για τη συνέχιση της ύπαρξης αυτού του κόσμου. Είναι χωρισμένοι σε φυλές, που άλλοτε ξεπερνούσαν τις 500, και κάθε μία είχε τη δική της διάλεκτο, τις δικές της οργανωμένες κοινότητες, τη δική της τέχνη και τα δικά της ήθη κι έθιμα. Μετά το 1600, οπότε η Αυστραλία ανακαλύφθηκε και αποικίστηκε από τους Ευρωπαίους, άρχισαν να εκδιώκονται από τη γη τους και οι πληθυσμοί τους συρρικνώθηκαν δραματικά.

Σήμερα, ο σύγχρονος κόσμος προσπαθεί να αφομοιώσει τους Αυτόχθονες κατοίκους της Αυστραλίας (και όχι μόνο) και να φέρει με την οικονομική ανάπτυξη και τον αναγκαστικό «εκπολιτισμό» τους το οριστικό τέλος των «Δρόμων της Εποχής των Ονείρων». Εγώ, το μεγάλο κόκκινο καγκουρό, που για τους Αβορίγινες εξακολουθώ να είμαι ένας από τους μεταμορφωμένους αιώνιους Προγόνους τους, δεν ξέρω να σας πω τι είναι καλύτερο. Να ακολουθεί κανείς το τραγουδισμένο μονοπάτι των ονείρων του, στα χνάρια των προγόνων του και των προσωπικών του ρυθμών, ή τις απρόσωπες, πολύβουες και πολυσύχναστες λεωφόρους της ανάπτυξης, ίδιες κι απαράλλαχτες για όλους; Την απάντηση ας τη δώσει ο καθένας μοναχός του.

Διαβάστε ένα ενδιαφέρον άρθρο για την τέχνη των Αβοριγίνων εδώ.

Κυνηγώντας τον ήλιο!

Ο Μπαμαπάμα ήταν ένας τρελούτσικος άνθρωπος που ζούσε την Εποχή των Ονείρων. Ήταν κλεφταράκος και μεγάλο πειραχτήρι και συχνά έμπλεκε σε φασαρίες, γιατί κυνηγούσε τα κορίτσια. Ζούσε κάτω από την επιφάνεια της γης, στη χώρα που ο ήλιος δε δύει ποτέ. Μια μέρα αποφάσισε να περάσει στον επάνω κόσμο και να πάει για κυνήγι. Μόλις ανέβηκε, είδε ένα μεγάλο, όμορφο καγκουρό και άρχισε να το κυνηγάει, αλλά εκείνο όλο και του ξέφευγε. Ξαφνικά το καγκουρό στάθηκε ακίνητο και ο Μπαμαπάμα το σημάδεψε με το ακόντιό του, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο ήλιος έδυσε. Μην ξέροντας τι θα πει νύχτα, ο Μπαμαπάμα φοβήθηκε πολύ και άρχισε να κλαίει. Ανέβηκε στα ψηλότερα κλαδιά ενός δέντρου, μήπως δει πέρα από το σκοτάδι, αλλά μάταια. Τότε κατέβηκε από το δέντρο και κουρασμένος όπως ήταν, αποκοιμήθηκε στο έδαφος. Όταν ξύπνησε το άλλο πρωί, είδε με μεγάλη του χαρά ότι το φως είχε επιστρέψει. Κοιτάζοντας τον ήλιο, σκέφτηκε: «Αυτός είναι ένας καλός τρόπος να κάνεις πράγματα εδώ πάνω. Κοιμάσαι τη νύχτα και ξεκινάς τη μέρα σου μαζί με τον ήλιο». Όταν επέστρεψε στη χώρα του, οι άλλοι άνθρωποι τον ρώτησαν τι του είχε συμβεί και εκείνος τους διηγήθηκε την περιπέτειά του. Τους προέτρεψε να ανέβουν όλοι μαζί στον επάνω κόσμο. Έτσι κι έγινε. Όταν ο ήλιος βασίλεψε, οι άνθρωποι της φυλής του φοβήθηκαν κι ανέβηκαν στα δέντρα αναζητώντας το φως, αλλά ο Μπαμαπάμα τους φώναζε «κατεβείτε και μη φοβάστε, ξέρω τι κάνω». Το άλλο πρωί όλοι υποδέχτηκαν χαρούμενοι τον ήλιο, που ανέτειλε χρυσαφένιος. «Αυτό είναι πολύ καλό», είπαν. «Είναι καλύτερο από το να ζεις κάτω από τη γη, που είναι πάντα τόσο ζεστά. Εξάλλου, εδώ υπάρχουν και ξύλα για να ανάβουμε φωτιές όποτε κρυώνουμε. Ας μείνουμε εδώ». Έτσι οι άνθρωποι της φυλής του Μπαμαπάμα έμειναν στην επιφάνεια της γης. Μη φανταστείτε όμως ότι μοιάζουν μ’ εσάς. Δεν έχουν στόμα, μόνο μία τρύπα στην κορυφή του κεφαλιού τους. Μια φορά, ένας απ’ αυτούς βρήκε μια κυψέλη γεμάτη μέλι. Γέμισε ένα καλάθι με μέλι, το έβαλε στο κεφάλι του και μετά έκανε μια τρύπα στον πάτο του καλαθιού για να πέφτει το μέλι απευθείας στο στομάχι του. Όλοι τους έτσι παράξενοι είναι…”.

(από τους μύθους της δημιουργίας των Αβοριγίνων)

Διαβάστε το καταπληκτικό βιβλίο «Τα μονοπάτια των τραγουδιών» του Μπρους Τσάτουιν, εκδόσεις Χατζηνικολή, 1990. Ο Μπρους Τσάτουιν έζησε μια μυθιστορηματική ζωή, ταξιδεύοντας και γράφοντας. Περιέγραψε τους Αβορίγινες με τρόπο μοναδικό, δημιουργώντας μία νέα «σχολή» στην ταξιδιωτική λογοτεχνία. Το βιβλίο του με είχε μαγέψει όταν το διάβασα. Και κάθε φορά που το πιάνω στα χέρια μου, ταξιδεύω…Γιατί «ένα ταξίδι χιλίων μιλίων ξεκινά με ένα μόνο βήμα». Και ένα ενδιαφέρον άρθρο για τη ζωή του εδώ.