ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ

Federico Garcia Lorca

Federico Garcia Lorca

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ (στο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, 5/6/1898-19/8/1936)

 

Σύννεφα άτια κάλπασαν απ’ το Μιστρά ως την Προύσα
και η σελήνη έμοιαζε θάλασσα κυματούσα.

 

Απέξω απ’ το γιατάκι του κουκουβιστός καθόταν
πανώριος ασημόγλαρος και μόνος συλλογιόταν:

 

– Πού πάτε, βρε Νεφόπαιδα, και τρέχετε όλο βιάση;
Ποιου Ρήγα ο Ακριβογιός θα βγει για να σας μάσει;
Τη μαυροδάφνη στο βαθύ το τάσι να νερώσει,
να κακοπιεί ο Χάροντας, στον ύπνο να ενδώσει
και με βαριά τα βλέφαρα, σα σιδερένια αμόνια,
να χάσει το λογαριασμό και να προσθέτει χρόνια
στα μάτια τα πλατύφυλλα, που αχόρταγα αγρυπνούνε
κι ως να σφαλίσουν στα όνειρα πασχίζουνε να μπούνε;

 

Τον γρίκησε η ψυχαδελφή του Αλέξανδρου, η Γοργόνα
κι ευθύς μεταμορφώθηκε σε πλουμιστή αλκυόνα.
Σιμά του αλαφροπέταξε, γέλασε και του κρένει:

 

– Γλάρε μου, αφού μπάρκαρες, άλλο δεν σ’ απομένει.
Τη ρότα ακολούθησε που ορίζει το χαμσίνι.
Το αλάτι ανάβει την πληγή, μα ο καιρός τη σβήνει.
Στυλώσου, αναθάρρεψε, αγνάντεψε τον κόσμο,
στα δάκρυά σου ξέπλυνε βασιλικό και δυόσμο.
Να μυρωθούν οι λύπες σου, οι πόνοι, τα σεκλέτια•
αλάργα να ξενιτευτούν, σ’ άστοργα βιλαέτια.
Ξανοίξου, φτεροκόπησε σε πέλαγα αφρισμένα!
Ποτέ ξανά να μη δεθείς σε λιμανιού καδένα.
Βαρύς ζυγός η λευτεριά, μπορεί να σε λυγίσει,
μα όποιος την αξιωθεί, θάνατο δεν θα ζήσει!

 

                                      Evi_monografi

(η φωτογραφία του ασημόγλαρου και το σκίτσο της αλκυόνας είναι από το αρχείο του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης)