Η Ελεγεία του Μεταξιού

Η ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ

Το μετάξι θέλει τάξη.
Στη μέση το κουκούλι,
αριστερά η ζωή, το Πριν,
δεξιά ο θάνατος, το Μετά.

Απ’ το αυγό στο σκουλήκι,
απ’ το σκουλήκι στο κουκούλι,
απ’ το κουκούλι στη χρυσαλλίδα,
απ’ τη χρυσαλλίδα στη λευκή πεταλούδα,
που καλείται και Νύμφη, και Ψυχή, και Ακμαίο,
ελευθερώνεται από το κουκούλι,
ζευγαρώνει, τεκνοποιεί
και πεθαίνει μέσα σε τρεις μέρες.
Προσφορά στο Μεγάλο Κύκλο
και στις κόρες του τις Σπείρες,
τις μεταξένιες ίνες,
τις πλασμένες από θαλπωρή και κίνδυνο.

Ποιά είναι η άξια για τα μετάξια;
Το κουκούλι μου με στενεύει.
Ξέρω πως όταν βγω έξω,
θα σ’ αγαπήσω,
θα γεννήσω μια καινούργια ζωή
και θα πεθάνω.

Αιώνες τώρα κουκουλωνόμουν για σένα,
τρεφόμουν στοχαστικά,
και ωρίμαζα με θόρυβο,
περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή
για το απόλυτο πέταγμα,
την κοροϊδευτική γκριμάτσα της ζωής
μπροστά στον αφέντη το θάνατο.
Πού είσαι Αγαπημένε;

Πέτα ψυχή μου σκουλήκι
και ψυχή μου κουκούλι
και ψυχή μου χρυσαλλίδα
και ψυχή μου πεταλούδα
προς τη στιγμή της αρπαχτής
που είναι και αιωνιότητα,
το αρχέτυπο ζευγάρι.

Ξετύλιξε το νήμα,
που η άκρη του βρίσκεται στο τέλος της προηγούμενης αρχής
και στην αρχή του επόμενου τέλους ταυτόχρονα.
Άγγιξε την ίνα τη μεταξωτή,
την στερεή, την κολλώδη, την απαστράπτουσα,
το σάλιο το ακριβό των σπλάχνων σου,
που είναι περίττωμα για λίπανση
και εξαίσιο ένδυμα για καλλωπισμό μαζί.
Γιατί και σκουλήκι εσύ θνητό
και ψυχή αθάνατη.

Δύο σε ένα είσαι εσύ
και το πέρασμα από το ένα στο άλλο σου μισό
ως την ένωση, ως το χωρισμό,
πάλι είσαι εσύ.

Κράτα με μεταξοκλωστή μου,
ώσπου να μ’ αφήσεις
και ξανά από την αρχή.
Βούτα με και ξαναβούτα με
στα ύδατα της Στυγός τα μαγικά,
μα κρατώντας με απ’ τη φτέρνα σφιχτά,
για να μη σου ξεφύγω και γίνω άτρωτος άνθρωπος.

Γιατί οι άτρωτοι είναι και ατρόμητοι.
Αλλά τι αξία έχει η ζωή χωρίς το φόβο του θανάτου;
Τι αξία έχει η καινούργια μέρα,
χωρίς τη νύχτα με τους δαίμονες,
και το γάργαρο ποτάμι του γέλιου
χωρίς την καταιγίδα των δακρύων;

Ακεραιότητα,
σε υμνούν οι κατακερματισμένοι,
γιατί μόνο αυτοί σε στερήθηκαν όπως σε αγάπησαν,
παράφορα,
παράφορα,
τρις παράφορα.

Μισό μου ολόκληρο,
σκοτεινή πλευρά της ολόφωτης Σελήνης,
βάγια μου εσύ και κουκούλι μου,
καβούκι της χελώνας
και χειμέριε ύπνε της αρκούδας,
όστρακο που κρατάς το μαργαριτάρι,
εχθρικές ορδές και αγγελικά μου τάγματα,
εδώ είμαι,
εγώ η πειθήνια αρραβωνιαστικιά,
εγώ και η νύφη που το ’σκασε,
εγώ και η μήτρα του εαυτού μου,
του γνωστού-αγνώστου, του αενάως καταζητούμενου.

Εδώ είμαι,
Παρθένος, 
κι όμως από θαύμα ετοιμόγεννη,
Ευθαλία, Ευαγγελία και Μήδεια.
Στα μαρμαρένια αλώνια,
στις παλαίστρες τις ολυμπιακές,
στους μινωικούς λαβυρίνθους,
ή στις λίμνες τελμάτων,
διαλέξετε που θα λογαριαστούμε.

Εμείς οι Διγενήδες και οι Χάροντες.
Με φόβο και με πάθος,
ως το ζενίθ κι ως το ναδίρ
Της Ύπαρξης.